Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023

Μυτιλήνη (Mytilenepress) :Άγιοι Ιουστίνος Πόποβιτς και Ιερώνυμος οι Μεγάλοι σύγχρονοι πατέρες της Εκκλησίας.


    

Η Σερβική Ορθοδοξία έχει να επιδείξει μια σειρά μεγάλων αγίων, οι οποίοι λάμπρυναν την Εκκλησία του Αγίου Σάββα. Ένας από αυτούς υπήρξε ο νεοφανής άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, μια όντως μεγάλη ασκητική και πατερική μορφή του περασμένου αιώνα.

Γεννήθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού στα 1894, στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Οι ευσεβείς γονείς του Σπυρίδων και Αναστασία του έδωσαν το όνομα Ευάγγελος. Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και το επώνυμό του Πόποβιτς σημαίνει Παπαδόπουλος. Μεγάλωσε με ευσέβεια είχε την τύχη να δει να θεραπεύεται θαυματουργικά η μητέρα του στη Μονή Πτσίνσκι από τον άγιο Πρόχορο. Από μικρός συνήθιζε  να μελετά το Ευαγγέλιο και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Ιδιαίτερα τον σαγήνευε η ανάγνωση συναξαρίων και πατερικών συγγραμμάτων. Θεωρούσε τους Πατέρες της Εκκλησίας ως τους αληθινούς σοφούς.

Το 1905 ο μικρός Ευάγγελος γράφηκε στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι, έχοντας ως δάσκαλό του τον φωτισμένο άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Το 1914, μόλις τέλειωσε τη σχολή, ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε ως νοσοκόμος. Ακολούθησε την τύχη του σερβικού στρατού και βρέθηκε εξόριστος στην Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε την κλήση να γίνει μοναχός. Η κουρά του έγινε την 1η Ιανουαρίου  του 1916 στην Σκόδρα, από τον Μητροπολίτη Βελιγραδίου Δημήτριο, δίνοντάς του το όνομα Ιουστίνος.

Κατόπιν έφυγε από την Κέρκυρα, με τη βοήθεια του Μητροπολίτη Δημητρίου, για την Αγία Πετρούπολη για θεολογικές σπουδές. Όμως λόγω των πολιτικών εξελίξεων, έφυγε για την Οξφόρδη. Ύστερα από δύο χρόνια σπουδών υπέβαλε για έγκριση την διδακτορική του διατριβή με τίτλο: «Ή θρησκεία και ή φιλοσοφία του Ντοστογιέφσκι». Όμως αυτή απορρίφτηκε, λόγω της κριτικής του στις κακοδοξίες του δυτικού Χριστιανισμού και την υπεράσπιση του ορθοδόξου Ντοστογιέφσκι.

Στα 1919, μετά το τέλος του πολέμου γύρισε στην πατρίδα του και διορίστηκε καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα παραιτήθηκε και μετέβηκε στην Αθήνα για τη συνέχιση των θεολογικών σπουδών του. Το 1926 έλαβε διδακτορικό πτυχίο στην Πατρολογία, με θέμα: «Το πρό­βλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Παράλληλα έμαθε άπταιστα την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανι­κή και την γαλλική γλώσσα.

Στην συνέχεια εργάστηκε ως  καθηγητής στις Εκκλησιαστικές Σχολές Καρλοβικίου, της Πριζρένης και του Μο­ναστηρίου (Βίτολα). Το 1930 η Σερβική Εκκλησία τον έστειλε στην Τσεχοσλοβακία για ιεραποστολή σε κοινότητες ορθοδόξων, που είχαν αποκηρύξει την Ουνία

Το έργο του εκεί υπήρξε μεγάλο και γι’ αυτό εξελέγη Επίσκοπος της νεοσυσταθείσας Επισκοπής Καρπαθίας, αξίωμα που δεν αποδέχτηκε λόγω ταπεινώσεως. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε στη δοκιμαζόμενη Σερβία, περιφερόμενος σε διάφορες Μονές. Παράλληλα είχε διοριστεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου. Όμως με την επικράτηση της κομμουνιστικής εξουσίας το 1945, άρχισαν οι διώξεις κατά της Εκκλησίας. Διώχτηκαν 200 καθηγητές από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και μαζί τους ο Ιουστίνος. Κατέφυγε στην Ιερά Μονή  Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία. Το 1946 και φυλακί­στηκε. Αργότερα δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο ως «εχθρός του λαού»! 

Σώθηκε χάρις στην παρέμβαση του Πατριάρχη Γαβριήλ, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το Άουσβιτς και απαίτησε την αποφυλάκισή του. Όμως διωγμένος από παντού, χωρίς σύνταξη και στερημένος από στοιχειώδη δικαιώματα, βρήκε καταφύγιο, ως πνευματικός, στη γυναικεία Μονή Αρχαγγέλων στο Τσέλιε του Βάλιεβο νοτίου Σερβίας. Φυσικά ούτε εκεί βρήκε ησυχία, διότι οι άθεοι μαρξιστές τον παρακολουθούσαν ανελλιπώς και τον υπέβαλλαν συχνά  σε εξοντωτικές ανακρίσεις στο Βάλιεβο

Ήταν σχεδόν έγκλειστος στη Μονή, διότι του απαγορεύονταν η έξοδος, χωρίς άδεια των αρχών, ιδιαίτερα όταν συνεδρίαζε η Ιερά Σύνοδος, για να μην έρχεται σε επαφή με τους Επισκόπους και τους επηρεάζει.

Ο έγκλειστος Ιουστίνος παρά τις απαγορεύσεις, τις εξουθενώσεις, τις φοβέρες και απειλές, προσευχόταν αδιάκοπα και ζούσε αυστηρή ασκητική ζωή. Τελούσε όλες τις ακολουθίες του ημερονυκτίου ανελλιπώς. Τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία και νήστευε (δεν έτρωγε καθόλου) κάθε Παρασκευή, την πρώτη εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής και την Μ. Εβδομάδα. Μνημόνευε καθημερινά εκατοντάδες ονόματα στη Θεία Λειτουργία.

Ο αυστηρός του όμως εγκλεισμός δεν στάθηκε εμπόδιο να γίνει γνωστός σε όλο τον κόσμο. Χιλιάδες ήταν οι επιστολές που έπαιρνε και επίσης χιλιάδες ήταν οι επισκέπτες του, από τη Σερβία και όλο τον κόσμο. Όταν έμενε μόνος στο ταπεινό κελί του, επί 28 χρόνια, έγραφε αδιάκοπα τα περισπούδαστα συγγράμματά του.       

Κοιμήθηκε ειρηνικά, όχι τυχαία, την ημέρα του Ευαγγελισμού, ημέρα της γεννήσεώς του, στις 25 Μαρτίου του 1979. Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του έγινε το 2015 και αποτέλεσε σπουδαίο γεγονός για τη σερβική Εκκλησία και όλη την Ορθοδοξία. Αισθάνθηκαν οι πάντες την άρρητη ευωδία, η οποία εξήλθε από τον τάφο του! Η Σερβική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 14 Ιουνίου.

Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ανήκει στις μεγάλες ιερατικές και θεολογικές μορφές της συγχρόνου Εκκλησίας, εφάμιλλος των μεγάλων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας. Ο θεολογικός του λόγος καθαρός, ορθόδοξος, θεμελιωμένος στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Είναι ο θεολόγος του Θεανθρώπου, ο οποίος με θαυμάσιο πατερικό ύφος, θεολόγησε με καταπληκτική ακρίβεια την εν τω Θεανθρώπω απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους. 

Υπήρξε συνεπής ορθόδοξος και στηλίτευε την αίρεση. Με σαφή λόγο απόδειξε την αίρεση του παπισμού και του προτεσταντισμού, ως απόλυτο εκφυλισμό της σώζουσας Ορθοδοξίας. Ιδιαίτερα επικριτικός υπήρξε για την σύγχρονη μάστιγα του Οικουμενισμού, τον οποίο χαρακτήρισε ως «παναίρεση». Μας κληροδότησε πολυπληθή αριθμό βαθυστόχαστων θεολογικών έργων, εφάμιλλα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, πολλά των οποίων κυκλοφορούν και στην ελληνική γλώσσα. Ο νεοφανής άγιος Ιουστίνος είναι το μεγάλο τεκμήριο ότι η παρουσία των αγίων στην Εκκλησία μας είναι συνεχής και αδιάκοπη, έως τα έσχατα. Φανερώνει το μόνιμο θαύμα στη ζωή της Εκκλησίας μας ! 

ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ: Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

Ένας από τους μεγαλυτέρους αγίους και Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας είναι και ο άγιος Ιερώνυμος. Φυσικά ομιλούμε για την εποχή που η Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση ήταν ενωμένη και η δυτική Χριστιανοσύνη ήταν ορθόδοξη. Οι Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας των πρωτοχριστιανικών χρόνων υπήρξαν σε αγιότητα και θεολογική κατάρτιση εφάμιλλοι των Πατέρων της Ανατολής, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας, την διασάφηση των δογμάτων και τον ευαγγελισμό των λαών που βρίσκονταν στην πλάνη και την παχυλή ειδωλολατρία.

Ένας λοιπόν από αυτούς τους Πατέρες ήταν και ο άγιος Ιερώνυμος. Γεννήθηκε το 347 στην πόλη Στριδώνα της Δαλματίας και ήταν Ιλλυρικής καταγωγής. Οι γονείς του, εύποροι και συνειδητοί χριστιανοί, του έδωσαν μόρφωση και του ενέπνευσαν την ευσέβεια. Σε ηλικία επτά μόλις ετών τον έστειλαν στη Ρώμη για να σπουδάσει φιλολογία και ρητορική, κοντά στον ονομαστό δάσκαλο και φιλόσοφο Ρουφίνο, με τον οποίο συνδέθηκε με φιλία. Στη Ρώμη έμεινε δεκαπέντε χρόνια. Περί το τέλος αυτής της περιόδου αποκήρυξε τη φιλία του Ρουφίνου και μαζί τις κακοδοξίες του Ωριγένη, τις οποίες είχε ενστερνιστεί και δίδασκε ο δάσκαλός του. Στη συνέχεια ο Ιερώνυμος, σε ηλικία δεκαεννέα ετών βαπτίσθηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Ρώμης Λιβέριο.

Το 367 μετέβη στους Τρεβήρους, για να συνεχίσει τις σπουδές του και αργότερα το 372 στην πόλη Ακυλεία της Τεργέστης για τον ίδιο λόγο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στράφηκε προς την ασκητική ζωή, αλλά οι απολαύσεις και οι πειρασμοί της ζωής δεν του επέτρεψαν να μυηθεί και να ακολουθήσει το μοναχικό βίο. Αναφέρεται πως για λίγο καιρό έζησε βίο έκλυτο, όπου για το σύντομο παραστράτημά του έκλεγε και θρηνούσε σε όλη του τη ζωή.

Το 373 αποφάσισε να επισκεφτεί  τους Αγίου Τόπους, όπου έζησε ο Κύριος, αλλά όταν έφτασε στην Αντιόχεια αρρώστησε βαριά και παραλίγο να πεθάνει. Εκεί συναισθάνθηκε την αμαρτωλότητά του και μετανόησε πικρά για τον έκλυτο βίο του.  Ύστερα από θερμή προσευχή στο Θεό θεραπεύτηκε θαυματουργικά. 

Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή να αφιερώσει τον υπόλοιπο βίο του στην εν Χριστώ ζωή και την υπηρεσία της Εκκλησίας. Δεν πήρε το δρόμο προς τα άγια προσκυνήματα, αλλά το δρόμο της ερήμου της Συρίας, όπου με άσκηση και προσευχή καθάρθηκε και αγιάστηκε. Το 378 γύρισε στην Αντιόχεια, όπου ο επίσκοπος Παυλίνος τον χειροτόνησε, χωρίς τη θέλησή του πρεσβύτερο το 379. Όμως ο Ιερώνυμος ουδέποτε πλησίασε στο άγιο Θυσιαστήριο, προφανώς διότι θεωρούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και ανάξιο για το μεγάλο αξίωμα της Ιεροσύνης.

Ένα χρόνο αργότερα το 380 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνάντησε τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, καθώς και τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και τον άγιο Αμφιλόχιο Ικονίου. Έμεινε κοντά στους μεγάλους αυτούς Πατέρες περίπου δύο χρόνια, όπου διδάχτηκε την Θεολογία των Ελλήνων Πατέρων και μυήθηκε στη γνήσια πνευματικότητα της Εκκλησία μας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Βασιλεύουσα έμαθε καλά την ελληνική καθώς και την εβραϊκή γλώσσα, προκειμένου να ασχοληθεί με την ερμηνεία των Γραφών και τη συγγραφή θεολογικών πραγματειών.

Το 382 πήγε στη Ρώμη όπου έγινε γραμματέας του πάπα Δάμασου ως το 384. Πίστεψε πως θα ήταν ο επόμενος πάπας, μετά το θάνατο του Δάμασου, αλλά οι διαβολές του ρωμαϊκού κλήρου είχαν ως αποτέλεσμα να μην εκλεγεί στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης. Συνδέθηκε πνευματικά με τρεις κυρίες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, στις οποίες δίδαξε την ορθόδοξη πνευματικότητα και την ασκητική ζωή, τη Παύλα, την Ευστοχία και την Μαρκέλλα, όπου έγιναν ο πυρήνας όπου  συνάζονταν πληθώρα άλλων γυναικών, στις οποίες ο Ιερώνυμος δίδασκε την χριστιανική πίστη και την πνευματική ζωή.

Πικραμένος όμως από τις ίντριγκες ορισμένων χριστιανών της ρωμαϊκής μεγαλούπολης, αποφάσισε να γυρίσει στην Ανατολή, διότι τον έθελγε η πνευματικότητα της χριστιανικής ανατολής. Το ακολούθησαν και οι τρεις μαθήτριές του. Έτσι το 385 έφτασε στην Βηθλεέμ, την αγία πόλη όπου γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου Χριστός. Με χρήματα της μαθήτριάς του Παύλας έχτισε δύο μοναστήρια κοντά στο άγιο σπήλαιο της γεννήσεως, το ένα ανδρικό, όπου έγινε ο ίδιος ηγούμενος και το άλλο γυναικείο, όπου έγινε ηγουμένη η Παύλα. Εκεί έζησε τον υπόλοιπο βίο του, όπως και οι μαθήτριές του, προσευχόμενος, ασκούμενος στην αρετή, μελετώντας και συγγράφοντας σπουδαία θεολογικά έργα.

Κοιμήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 420 και η Εκκλησία μας τον κατάταξε στη χορεία των αγίων και των μεγάλων Πατέρων της. Η μνήμη του τιμάται από μεν την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 15 Ιουνίου, από δε τους Ρωμαιοκαθολικούς στις 30 Σεπτεμβρίου.

Το συγγραφικό έργο του υπήρξε μεγάλο και σε έκταση και σε ποιότητα. Η άριστη γνώση της λατινικής γλώσσας τον ανάδειξε ως ένα από τους σπουδαιότερους Λατίνους συγγραφείς. Ασχολήθηκε κυρίως ως μεταφραστής έργων των Ελλήνων Πατέρων στη λατινική γλώσσα, συμβάλλοντας έτσι στην  γνωριμία των δυτικών με την ανατολική Θεολογία. Έγραψε ακόμη ερμηνευτικά, δογματικά και αντιαιρετικά έργα. Διασώθηκε επίσης μεγάλος αριθμός επιστολών του. Το σπουδαιότερο όμως έργο του είναι η μετάφραση της Αγίας Γραφής στα Λατινικά, η οποία μας είναι γνωστή ως Βουλγάτα, δηλαδή κοινή, δημώδης. Όσον αφορά τη διδασκαλία του, αυτή συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας, Ιγνατίου, Ειρηναίου, Κυπριανού και των Καππαδόκων Πατέρων. Ολόκληρο το θεολογικό του σύστημα συνοψίζεται στην αρχή, ότι η σωτηρία του ανθρώπου συντελείται μόνο μέσα στην Εκκλησία, ενώ έξω από Αυτή υπάρχει η απώλεια, ο χωρισμός από το Θεό και ο θάνατος.   

Ο είναι  πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών. Έτος αποφοίτησης 1986. Έγγαμος και πατέρας τριών κοριτσιών. Υπηρέτησε στο Υπουργείο Παιδείας στη διοίκηση της Εκπαίδευσης. Υπηρέτησε παράλληλα με τη δημόσια υπηρεσία του για 13 χρόνια στην Εκπαίδευση ως θεολόγος καθηγητής. Γράφει ανελλιπώς εδώ και 25 χρόνια πραγματείες θεολογικού, κοινωνικού, ιστορικού κλπ περιεχομένου. Έχει δημοσιεύσει περισσότερες από 1000 εργασίες. 

Τελευταία γράφει κυρίως κατά των αιρέσεων. Από το έτος 1987 είναι συνεργάτης της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έχει συγγράψει το εορτολογικό αφιέρωμα στην ιστοσελίδα της. Από το 2001 είναι άμεσος συνεργάτης του γραφείου αιρέσεων της Ιεράς Συνόδου. Είναι μέλος της Συνοδικής Επιτροπής επί των Αιρέσεων και μέλος της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Μελέτης Αρχαιολατρίας – Νεοειδωλολατρίας. Είναι υπεύθυνος του γραφείου αιρέσεων της Ι. Μητροπόλεως Καισαριανής και του αντιαιρετικού σεμιναρίου. Συνεργάζεται με πολλές οργανώσεις, επίσημα έντυπα, εφημερίδες, περιοδικά, ιστοσελίδες. 

Επίσης συμμετέχει ως εισηγητής στις κατ’ έτος Πανορθόδοξες Συνδιασκέψεις για θέματα αιρέσεων και παραθρησκείας. Έχει κληθεί από πάμπολλες ενώσεις και σωματεία ως εισηγητής. Συμμετέχει σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Κατά τις μεγάλες εορτές ομιλεί στο ραδιοφωνικό σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας. Από το 2021 είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του Mytilenepress.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου