Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Μυτιλήνη (Mytilenepress) : Ο Όσιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού και Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων καί οἱ ἱερές «Κατηχήσεις

 

Ως ο κατ’ εξοχήν «άνθρωπος του Θεού», αξιώθηκε να χαρακτηρισθεί μόνον ένας άγιος, ο άγιος Αλέξιος. Κι’ αυτό διότι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποτέλεσε γνήσιος τύπος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του αιωνίου προτύπου ανθρώπου. Γεννήθηκε στη Ρώμη στα χρόνια των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395-408) και Ονωρίου (395-423). 

Οι γονείς του ήταν ευλαβείς άνθρωποι και πλούσιοι. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ευφημιανός και ήταν συγκλητικός. Αγαπούσε τους φτωχούς και γι’ αυτό παρέθετε καθημερινά τρεις τράπεζες στο σπίτι του για τα ορφανά, τις χήρες και τους φτωχούς ξένους. Η μητέρα του ονομαζόταν Αγλαΐς και ήταν άτεκνη. Παρακαλούσαν και οι δυο τους το Θεό, νυχθημερόν, να τους χαρίσει γιο.

 Ο Θεός άκουσε την δέησή τους και τους χάρισε ένα χαριτωμένο αγόρι. Το μεγάλωσαν με αγάπη και του ενέπνευσαν πίστη στο Θεό. Του προσέφεραν επίσης σπουδαία μόρφωση, ώστε είχε γίνει μια σπουδαία προσωπικότητα, ένας σοφός άνδρας. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου οι γονείς του τον νύμφευσαν με μια ευγενή νέα, η οποία ανήκε σε βασιλική γενιά. Αλλά το ίδιο βράδυ του γάμου, ο Αλέξιος στο συζυγικό δωμάτιο, επέστρεψε το χρυσό δακτυλίδι και την ζώνη, (τα σύμβολα του γάμου), στη σύζυγό του. 

Ο γάμος είχε γίνει χωρίς τη θέλησή του, ο οποίος ήθελε να ακολουθήσει τον μονήρη βίο. Ήθελε να ανταλλάξει την ματαιότητα της γήινης δόξας με την άφθαρτη δόξα της ουράνιας βασιλείας του Θεού. Πήρε αρκετά χρήματα από τα πλούτη του, μπήκε σε πλοίο και έφυγε κρυφά για την Ανατολή. Κατέφθασε στην Λαοδίκεια της Συρίας. Από εκεί έφυγε πεζός για την μακρινή Έδεσα της Μεσοποταμίας. Μοίρασε τα χρήματα που κουβαλούσε μαζί του στους φτωχούς, καθώς και τα πολύτιμα και ακριβά ενδύματά του. 

Φόρεσε κουρελιασμένα και χιλιομπαλωμένα ρούχα και κάθισε στον νάρθηκα του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, παριστάνοντας τον φτωχό, ζώντας ανάμεσα στους φτωχούς. Εκεί ζούσε αδιάλειπτη προσευχή και νηστεία. Κοιμόταν ελάχιστα και νήστευε όλη την εβδομάδα. Κοινωνούσε κάθε Κυριακή των Αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν έτρωγε λίγο ψωμί και έπινε λίγο νερό. Οι γονείς του τον αναζητούσαν παντού να τον βρουν. 

Έστειλαν υπηρέτες σε όλα τα μέρη να τον αναζητήσουν. Κάποιοι από αυτούς έφτασαν και ως την Έδεσσα, πέρασαν έξω από το ναό, αλλά δεν τον αναγνώρισαν, διότι η αυστηρή άσκηση είχε παραλλάξει το πρόσωπό του και γύρισαν άπρακτοι στη Ρώμη. Βρήκαν τη μητέρα του και τη σύζυγό του να κάθονται στην πόρτα, να φορούν φτωχά ενδύματα και να θρηνούν το χαμό του και να περιμένουν την επιστροφή του. Ο Αλέξιος έμεινε έξω από το ναό στην Έδεσσα δεκαεπτά χρόνια, προσευχόμενος, νηστεύοντας και δοξολογώντας το Θεό. Κάποια νύχτα παρουσιάστηκε η Θεοτόκος στο όνειρο του προσμονάριου (νεωκόρο) του ναού, ζητώντας του να φέρει μέσα στο ναό τον «Άνθρωπο του Θεού», όπως είπε. 

Ο Προσμονάριος βγήκε έξω και βρήκε μόνο τον Αλέξιο. Προσευχήθηκε στην Παναγία να του υποδείξει τον «Άνθρωπο του Θεού». Και όντως του υποδείχτηκε ότι αυτός ήταν. Τον πήρε και τον εισήγαγε στο ναό, με τιμή και μεγαλοπρέπεια. Ο λαός τον επευφημούσε. Όμως ο Αλέξιος δεν ήθελε τιμές και όταν κατάλαβε ότι αναγνωρίστηκε, αποφάσισε νε φύγει μακριά. Να πάει στην Ταρσό, την πατρίδα του Αποστόλου  Παύλου, να εγκατασταθεί στον ομώνυμο ναό του, ως άγνωστος ζητιάνος. Αλλά ο Θεός άλλα σχεδίαζε γι’ αυτόν. Το πλοίο που τον μετέφερε έπεσε σε μεγάλη καταιγίδα και ο βίαιος άνεμος έστρεψε την πορεία του δυτικά, οδηγώντας το στην Ιταλία. Αυτό το γεγονός το θεώρησε ο Αλέξιος ως θείο θέλημα, ότι έπρεπε να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, στη Ρώμη. Έτσι όταν κατέβηκε από το καράβι πήγε στο σπίτι του. Βρήκε τον πατέρα του, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε. 

Τον πέρασε για ζητιάνο, το ίδιο και μητέρα του και η σύζυγός του. Ο Αλέξιος του ζήτησε να τον ελεήσει, να του δίνει μερικά από τα περισσεύματα της τράπεζάς του να τρώει. Ο ελεήμων πατέρας του, ο οποίος τάιζε φτωχούς, δέχτηκε με ευχαρίστηση και μάλιστα ένοιωσε μια ιδιαίτερη συμπάθεια γι’ αυτόν και του χορήγησε και έναν υπηρέτη να τον εξυπηρετεί. Κάποιοι από τους υπηρέτες του σπιτιού τον κορόιδευαν και τον περιέπαιζαν. Όμως εκείνος δεν νοιάζονταν για τις κοροϊδίες. Έπαιρνε τα φαγητά και απομακρύνονταν, τα οποία μοίραζε σε άλλους φτωχούς και αυτός έμεινε νηστικός. 

Συνέχιζε να νηστεύει όλη την εβδομάδα, να κοινωνεί την Κυριακή και τότε να τρώει λίγο ψωμί και να πίνει λίγο νερό. Έμεινε άγνωστος στο πατρικό του σπίτι για δεκαεπτά ακόμα χρόνους. Λίγο πριν φύγει από αυτό τον κόσμο, έγραψε σε ένα χαρτί το βίο του. Κάποια Κυριακή, την ώρα που λειτουργούσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, ακούστηκε φωνή από το Άγιο Θυσιαστήριο, που έλεγε: «Αναζητήστε τον Άνθρωπο του Θεού»! Αρχιεπίσκοπος, αυτοκράτορας και λαός δέονταν στο Θεό να τους τον αποκαλύψει. Εν τω μεταξύ ο Αλέξιος είχε παραδώσει την αγιασμένη του ψυχή στο Θεό. Μια φωνή τους κατεύθυνε όλους μαζί στο σπίτι του Ευφημιανού. Την ώρα που ετοίμαζαν τον άγνωστο ως τότε νεκρό, είδαν στα χέρια του το χαρτί με το βίο του, το διάβασαν και βεβαιώθηκαν για την ταυτότητά του. 

Οι γονείς και η σύζυγός του ξέσπασαν τότε σε θρήνο μέγα. Μετέφεραν το λείψανο του αγίου στο ναό του Αγίου Βονιφατίου, το οποίο άρχισε να κάνει άπειρα θαύματα. Τυφλοί έβλεπαν το φώς τους, κουφοί άκουγαν, παράλυτοι σηκώνονταν και περπατούσαν, στείρες γυναίκες έμειναν έγκυες. Το άγιο σκήνωμα το έθεσαν σε αργυρή λάρνακα, από την οποία έρεε συνεχώς μύρο και επιτελούσε άπειρα θαύματα. Η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και του προσέδωσε την προσωνυμία «Άνθρωπος του Θεού», από τη θαυματουργική φωνή του Ιερού Θυσιαστηρίου. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Μαρτίου.

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΙΕΡΕΣ «ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ» ΤΟΥ

Η μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας είναι οι ακλόνητοι στύλοι πάνω στους οποίους στηρίχτηκε το θείο οικοδόμημά της στο διάβα των αιώνων. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Κύριλλος αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων. Καταγόταν από τα μέρη της Παλαιστίνης και γεννήθηκε πιθανώς το 313 στα Ιεροσόλυμα. 

Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για τα πρώτα χρόνια της ζωής του, παρά μονάχα ότι τον διέκρινε ευσέβεια, την οποία προφανώς είχαν σταλάξει στην ψυχή του οι γονείς του. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Ιεροσολύμων Μάξιμο Γ΄ (333- 348) και επίσκοπος το 348 στη θέση του Μαξίμου, ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τους αρειανούς, ή κατ’ άλλους είχε πεθάνει. Στην αρχή απέφευγε να αναμειγνύεται στις δογματικές έριδες, που προκαλούσαν οι αιρετικοί αρειανοί, οι οποίοι θεώρησαν ότι ο Κύριλλος ήταν οπαδός του αρειανισμού και μάλιστα ενέκρινε τη χειροτονία του ο αρειανός μητροπολίτης Καισαρείας Ακάκιος. 

Γρήγορα όμως αποδείχτηκε η ορθοδοξία του, μέσα από το σπουδαίο συγγραφικό του έργο «Κατηχήσεις», οι οποίες απηχούσαν το ορθόδοξο δόγμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος εξήρε μάλιστα την προσωπικότητα και την ορθή πίστη του Κυρίλλου και επαίνεσε τους αγώνες του κατά των αρειανών. Δεν άργησε να έρθει σε ρήξη ο Κύριλλος με τον αρεινόφρονα Ακάκιο, τον οποίο ήλεγχε για τις κακόδοξες θέσεις του. Εκείνος ζητούσε αφορμές για να τον καταστρέψει. Οι αρειανοί ζητούσαν να αποδυναμώσουν τον Κύριλλο, λόγω ότι είχε αναδειχθεί σημαίνουσα πόλη της Παλαιστίνης η Καισάρεια και αναδείχτηκε έδρα επισκόπου, έχοντας περισσότερους Χριστιανούς από την Ιερουσαλήμ. 

Ο Ακάκιος εκμεταλλεύτηκε μια ασάφεια του 7 ου κανόνος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος έδινε πρεσβεία τιμής στον επίσκοπο Αιλίας, δηλαδή Ιεροσολύμων, και άρχισε ανελέητο πόλεμο κατά του Κυρίλλου. Στο θρόνο της Βασιλεύουσας βρισκόταν ο αρειανόφρονας Κωνστάντιος (337- 361), ο οποίος υποστήριζε με φανατισμό την αίρεση του αρειανισμού και καταδίωκε τους ορθοδόξους. Ο Ακάκιος με την εύνοια του αυτοκράτορα, ζητούσε επίμονα την καθαίρεση του Κυρίλλου. Αφορμή στάθηκε η ενέργεια του Κυρίλλου να πουλήσει ιερά κειμήλια και αναθήματα της επισκοπής για την ανακούφιση λιμοκτονούντων κατά το μεγάλο λιμό του 357, που έπληξε την Παλαιστίνη,κατηγορώντας τον ως σφετεριστή της περιουσίας της επισκοπής του . Ο Ακάκιος και οι όμοιοί του αρειανοί επίσκοποι της περιοχής συγκάλεσαν σύνοδο την Ιερουσαλήμ, η οποία καθαίρεσε τον Κύριλλο και τον απομάκρυνε από την επισκοπή του. Μάλιστα με τη συνδρομή των πολιτικών αρχών, εξορίστηκε στην Ταρσό της Κιλικίας. 

Εκεί έγινε δεκτός από τον ορθόδοξο επίσκοπο Σιλβανό, ο οποίος απέρριψε την απόφαση της ψευδοσυνόδου και δέχτηκε τον Κύριλλο ως κανονικό επίσκοπο. Παράλληλα ο Κύριλλος ζητούσε να εξεταστεί η υπόθεσή του από μεγαλύτερη Σύνοδο. Όντως το 359 συνήλθε Σύνοδος στην Ιερουσαλήμ, η οποία τον αποκατέστησε και τον αθώωσε. Όμως ο άσπονδος εχθρός του Ακάκιος κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου με τη βοήθεια του αρειανόφρονος παλατίου, ματαίωσε την απόφαση της Συνόδου. Κατόρθωσε δε να συγκληθεί άλλη Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 360, η οποία καθαίρεσε και πάλι τον Κύριλλο και τον οδήγησε ξανά στην εξορία. Παρέμεινε καθηρημένος και εξόριστος ως το 361, όπου ο νέος αυτοκράτορας Ιουλιανός ο παραβάτης (361-363) είχε κηρύξει μια πρόσκαιρη και δόλια ανεξιθρησκία, ανακαλώντας από την εξορία όλους τους ορθοδόξους επισκόπους. Πραγματικός του σκοπός ήταν να προκαλέσει νέες έριδες στην Εκκλησία, την οποία μισούσε και ήθελε να την καταστρέψει, προκειμένου να επαναφέρει την αρχαία  ειδωλολατρία. 

Ο Κύριλλος αποκαταστάθηκε στην επισκοπή του και άρχισε το σπουδαίο ποιμαντικό του έργο, παρ’ όλους τους περιορισμούς και τις διώξεις που είχε κηρύξει ο αποστάτης αυτοκράτορας. Μετά το θάνατο του Ιουλιανού το 363, και τη σύντομη βασιλεία του Ιοβιανού, ανέλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο ο επίσης φανατικός αρειανόφρονας Ουάλης (364- 378), κηρύσσοντας διωγμό κατά των ορθοδόξων οδηγώντας και πάλι τους ορθοδόξους επισκόπους στις εξορίες. Ο Κύριλλος πήρε για μια ακόμη φορά το δρόμο της εξορίας, παραμένοντας μακριά από την επισκοπή του για έντεκα χρόνια. Επέστρεψε το 378, μετά το θάνατο του Ουάλη και την ανάρρηση στο θρόνο από τον ορθόδοξο Θεοδόσιο. 

Ποίμανε την εκκλησία των Ιεροσολύμων με υποδειγματική διακονία και αγιότητα ως το 387, όπου κοιμήθηκε εν ειρήνη και η Εκκλησία μας τον ανακήρυξε άγιο και τον κατέταξε στους μεγάλους Πατέρες της. Ο άγιος Κύριλλος μας είναι κυρίως γνωστός από τις περίφημες «Κατηχήσεις» του. Πρόκειται για 24 καταγραμμένες ομιλίες του, τις οποίες είχε εκφωνήσει κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του έτους 348 ή το 350 στο Ναό της Αναστάσεως στους κατηχούμενους, οι οποίοι θα βαπτίζονταν το Πάσχα. Σκοπός του ήταν η εισαγωγή τους στις θεμελιώδεις διδασκαλίες της χριστιανικής πίστεως και η φανέρωση της αξίας των Ιερών Μυστηρίων στη ζωή των νεοφωτισθέντων. Η αξία των ιερών αυτών κειμένων είναι ανυπολόγιστη, διότι είναι αποτυπωμένα σε αυτά με καταπληκτική παραστατικότητα η τελετουργία των Ιερών Μυστηρίων της αρχαίας Εκκλησίας και αναλύεται θαυμάσια η θεολογική τους σημασία. 

Δίνεται στους πιστούς με απλό και εύληπτο τρόπο η σημασία του αγιασμού, που αποκομίζουμε από τα Ιερά Μυστήρια και τις αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας μας, ως απαραίτητο στοιχείο για τη σωτηρία μας. Ταυτόχρονα ο άγιος Πατήρ δίνει στους νεοφώτιστους απλά και κατανοητά τις αρχές της ορθοδόξου πίστεώς μας, ως κορυφαία προϋπόθεση της σωτηρίας τους. Ευνόητο είναι να έχουν τα καταπληκτικά αυτά κείμενα μια ξεχωριστή θέση στη ζωή της Εκκλησίας μας και στις θεολογικές σπουδές μέχρι σήμερα, διότι, όχι μόνο εκφράζουν το ορθόδοξο δόγμα, αλλά αποπνέουν ένα σπάνιο άρωμα θεοσέβειας. Η μνήμη του αγίου Κυρίλλου εορτάζεται στις 18 Μαρτίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου