Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Μυτιλήνη (Mytilenepress) : Tι σημαίνει «δίκαιος πόλεμος»

 

Υπάρχει Ηθική στο πεδίο του πολέμου; Ποιό είναι το εννοιολογικό φάσμα μιας πολεμικής σύγκρουσης; Μπορεί να προσδιοριστεί το σημαντικότερο καθήκον εν καιρώ πολέμου; Πώς θα πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στους πολέμους δι΄αντιπροσώπων; 

Με σφοδρές συγκρούσεις γύρω μας, από τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας ως τη σύρραξη στην περιοχή της Γάζας, ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς, η συνέντευξη του Καθηγητή της Φιλοσοφίας του Δικαίου Κωσταντίνου Παπαγεωργίου στην Montserrat Abad Castelos, Καθηγήτρια του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Κάρολος ο 3ος της Μαδρίτης, δεν είναι απλώς ενδιαφέρουσα επίκαιρη: συνιστά γόνιμη σκέψη. 

Η συνέντευξη, την οποία μετέφρασε για το NB Daily o Γιώργος Γούλας, παραχωρήθηκε στο πλαίσιο σεμιναρίου που διοργάνωσε το Κέντρο Πολιτικών και Συνταγματικών Μελετών σε συνεργασία με την Επιτροπή της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δίνοντας μεστές απαντήσεις σε προβληματισμούς και διλήμματα μείζονος κοινωνικού ενδιαφέροντος, για μια συνθήκη που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορο κανένα συνειδητοποιημένο πολίτη.

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για έναν «δίκαιο πόλεμο» στις μέρες μας; Μπορούν να υπάρξουν επιτρεπτοί πόλεμοι βάσει των εθνικών συνταγμάτων; Είναι η Ηθική, το Συγκριτικό Συνταγματικό Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο εναρμονισμένα ως προς το ζήτημα αυτό;

Η «Θεωρία του Δικαίου του Πολέμου» επιχειρεί ήδη από τον Μεσαίωνα να συμβιβάσει την απόλυτη απαγόρευση της αφαίρεσης ζωής (Κατά Ματθαίον, 5:9) με την ανάγκη  ρύθμισης των βίαιων ανταγωνισμών ανάμεσα στα ισχυρά κράτη της νεωτερικότητας που διεκδικούν μερίδιο από την κατάκτηση άλλων λαών και ηπείρων. Έτσι, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το ζήτημα σχετικά με τη νομιμότητα (και τον περιορισμό) του πολέμου έχει τις ρίζες του στην ανάπτυξη της ηθικής και θρησκευτικής συνείδησης στην κοινωνία των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Άγιος Αυγουστίνος και ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης έθεσαν τα θεμέλια για μια θεωρία που να ταιριάζει στα ανθρώπινα μέτρα. Διακινδυνεύοντας να εμφανιστώ ως κάποιος που κομίζει γλαύκα στην Αθήνα, θα ήθελα να ξεχωρίσω δύο κορυφαίες μορφές και στιγμές στην ανάπτυξη του δόγματος του δικαίου πολέμου στη νεωτερικότητα: τον Fransisco de Vitoria (περίπου 1483 – 1546) και τον Grotius (1583 – 1645). 

Ο Vitoria υπέβαλε την κατάκτηση της Αμερικής σε ένα ενδελεχή θεολογικό, νομικό και ηθικό «έλεγχο», και έθεσε υπό αμφισβήτηση την ανεξέλεγκτη βία κατά των γηγενών πληθυσμών και τη συστηματική ιδιοποίηση ξένων εδαφών. Ο Γκρότιους διατύπωσε, με τη μορφή μιας νομικής πραγματείας, κανόνες που πρέπει διέπουν τον πόλεμο και την ειρήνη μεταξύ των εθνών.

Θα πρέπει, όμως, να διακρίνουμε την άσκηση βίας χάριν της επιβολής κανόνων που (δεχόμαστε ότι) είναι ορθοί από την την άσκηση βίας ως μέθοδο επίλυσης διαφορών («ρυθμισμένος» πόλεμος). Αυτές οι δύο δεσπόζουσες μορφές αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις του δόγματος του δικαίου πολέμου. Η εν στενή εννοία προσέγγιση του δικαίου πολέμου αντιλαμβάνεται τον πόλεμο ως ένα είδος διαδικασίας επιβολής του δικαίου με στόχο την αποκατάσταση μιας αδικίας ή την αποτροπή μιας απειλής για ένα υφιστάμενο δικαίωμα. 

Επομένως, ο πόλεμος πρέπει πάντα να διεξάγεται για τους σωστούς λόγους, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που κάνουμε πρέπει να αποφασίζεται και να εκτελείται σύμφωνα με έναν κατάλογο κατάλληλων κριτηρίων για τον περιορισμό της βίας. Ο πόλεμος θεωρείται έτσι ως η (ορθή) «εκτέλεση μιας (ορθής) απόφασης» (Arthur Ripstein). Στην αντίπερα όχθη, η εν ευρεία εννοία προσέγγιση του «ρυθμισμένου πολέμου» αντιλαμβάνεται τον πόλεμο ως μέθοδο επίλυσης διαφορών, όταν δεν υπάρχει ανώτερη αρχή για να αποφανθεί και να επιβάλλει την ειρήνη. 

Αυτό που είναι εδώ ουσιώδες δεν είναι τόσο η δικαιοσύνη ή το δίκαιο, όσο μια «αιτία δράσης» για τον ενάγοντα, η οποία πρέπει, και πάλι, να ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες προκειμένου να τελεσφορήσει. Αυτό οδήγησε στην ευρέως διαδεδομένη αντίληψη που διήρκεσε μέχρι τον 20ο αιώνα ότι ο πόλεμος ήταν προνόμιο του κυρίαρχου. Αυτή η λεγόμενη Βεστφαλιανή αντίληψη των προνομίων της απόλυτης κυριαρχίας των κρατών καταγγέλθηκε επίσημα από το Σύμφωνο Kellogg-Briand (1928), αλλά πρακτικά αμφισβητήθηκε μόνο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Παρά την τεράστια πνευματική προσπάθεια και την ηθική ειλικρίνεια της θεωρίας και της παράδοσης του δικαίου πολέμου, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιες προφανείς ελλείψεις και στις δύο προσεγγίσεις: Από τη μία, η εν στενή εννοία παράδοση του δικαίου πολέμου προσφέρει ένα πλαίσιο που απευθύνεται στην καλύτερη περίπτωση στη συνείδηση των ηγεμόνων. Δεν είναι δεσμευτική. Εκτός αυτού, προβλέπει ένα είδος παγκόσμιας δικαιοδοσίας των αυτοκρατοριών, μια υπερβολικά φιλόδοξη και τολμηρή κίνηση. Oυσιαστικά παριστάνει ότι συντρέχουν οι όροι νομιμότητας μιας έννομης τάξης. Όμως η αντικειμενικότητα είναι φαινομενική και μπορεί εύκολα να γίνει αντικείμενο κατάχρησης. Από την άλλη, η προσέγγιση του «ρυθμισμένου πολέμου» έχει επίγνωση της έλλειψης μιας τέτοιας τάξης, αλλά τελικά καθαγιάζει την ωμή δύναμη και το δικαίωμα του ισχυροτέρου. Η επιλογή του πολέμου ως μεθόδου επίλυσης διαφορών εγκαθιδρύει μια τάξη εις βάρος της δικαιοσύνης και της ειρήνης.

To έργο «Δίκαιοι και Άδικοι Πόλεμοι» του Μάικλ Γουόλτσερ (1977)[1] συνέβαλε σημαντικά στην επιστροφή του δόγματος του δικαίου πολέμου. Ο Γουόλτσερ έγραψε αυτό το διάσημο βιβλίο στον απόηχο του Βιετνάμ, αλλά και υπό την επίδραση των ωμοτήτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου που επακολούθησε.

«Οι βασικοί όροι ενός δίκαιου πολέμου είναι οι ακόλουθοι και πρέπει να πληρούνται συζευτικά. Αφορούν την απόφαση για πόλεμο (jus ad bellum) αλλά και τον τρόπο διεξαγωγής του (jus in bello)»

Οι βασικοί όροι ενός δίκαιου πολέμου είναι οι ακόλουθοι και πρέπει να πληρούνται συζευτικά. Αφορούν την απόφαση για πόλεμο (jus ad bellum) αλλά και τον τρόπο διεξαγωγής του (jus in bello). Έτσι απαντούν σε δύο σχετικές ερωτήσεις. Πότε είναι ηθικοπολιτικά δικαιολογημένο να προσφύγουμε στον πόλεμο και πώς πρέπει να διεξάγεται ένας πόλεμος κατά τρόπο που να είναι ηθικοπολιτικά δικαιολογημένος;

Παραδοσιακά, οι βασικοί όροι του jus ad bellum περιλάμβαναν πρώτα και κύρια την προϋπόθεση της justa causa. Αλλά τι μπορεί να δικαιολογεί τον πόλεμο; Η άμυνα είναι η πιο προφανής περίπτωση παρά την ευρύτητα της έννοιας , όπως και η αποκατάσταση μιας αδικίας. Η τιμωρία θεωρούνταν επίσης “δίκαιη αιτία” στο παρελθόν. Η προϋπόθεση της legitima auctoritas θεωρούσε κατάλληλες για πόλεμο μόνο «οργανωμένες κοινωνικές οντότητες», όχι μικρές ομάδες με ρευστή ταυτότητα. Σήμερα ο όρος αυτός εγείρει ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με την εξουσία μιας οντότητας που χρησιμοποιεί θανάσιμη βία (π.χ. αντάρτες). Και έπειτα ακολουθεί ως τρίτη προϋπόθεση η recta intentio η οποία δηλώνει την ειλικρίνεια των προθέσεων ως προς τους λόγους που επικαλείται μια εμπόλεμη δύναμη, αλλά αυτό φαίνεται να είναι μια απαίτηση που είναι δύσκολο να εκπληρωθεί. Η φιλοσοφικά αλλά και νομικά πιο περίπλοκη προϋπόθεση είναι η αναλογικότητα. Οι αξίες που προστατεύονται με τη διεξαγωγή ενός πολέμου πρέπει να υπερτερούν σημαντικά εν συγκρίσει με τα δεινά που αυτός επάγεται, επιπλέον δε ο πόλεμος πρέπει να επιλέγεται μόνο μετά την αποτυχία των εναλλακτικών λύσεων (ultima ratio). Ορισμένοι υποστηρίζουν επίσης ότι ο πόλεμος πρέπει να έχει «εύλογες προοπτικές επιτυχίας».

Όσον αφορά τις αρχές του jus in bello, η διάκριση μεταξύ στρατιωτών και αμάχων (πολιτών, ιατρικού προσωπικού ή αιχμαλώτων πολέμου) είναι ένας πολύ σημαντικός κανόνας που αποτελεί μέρος του δικαίου του πολέμου από τις συμβάσεις της Γενεύης και της Χάγης. Είναι φυσικά μια αρχή που εγείρει πολλά κανονιστικά ζητήματα. Μπορούμε να βομβαρδίσουμε ή να εκτοξεύσουμε έναν πύραυλο εναντίον στρατιωτικού στόχου που βρίσκεται κοντά σε αμάχους; Ήταν δικαιολογημένοι οι τρομοκρατικοί βομβαρδισμοί γερμανικών πόλεων και αμάχων προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Συχνά οι δημοκρατίες αναγκάζονται να προστατεύουν περισσότερο τους στρατιώτες τους εις βάρος των αμάχων του εχθρού. Η τελευταία σημαντική προϋπόθεση είναι η αναλογικότητα στην επιλογή των στρατιωτικών μέσων για την επίτευξη του στόχου. Ήταν οι μάχες γύρω από το Στάλινγκραντ ή το Βερντέν στρατηγικά σημαντικές;

Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα κράτη έχουν καθήκον να προστατεύουν τους πολίτες τους. Πώς, όμως, πρέπει να σκεφθούμε στο ερώτημα εάν μπορούν να υπάρξουν ηθικοπολιτικά δικαιολογημένοι, νόμιμοι και επιτρεπτοί πόλεμοι σε μια συνταγματική δημοκρατία; Αν πούμε ότι ο σκοπός ενός κράτους και η απόλυτη νομιμοποίησή του εδράζεται στην ικανότητά του να είναι κυρίαρχο στην επικράτειά του και να προστατεύει τις ελευθερίες, τα δικαιώματα και την ευημερία των πολιτών του (κατά μία έννοια σε ένα κράτος που δεν είναι πολιτικά ελεύθερο το δικαίωμά του να υπερασπιστεί τον εαυτό του εξασθενεί), τότε ένα καλό και δίκαιο κράτος πρέπει να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να διεξαγάγει έναν πόλεμο για το σκοπό αυτό. Αλλά, όπως επισημαίνει ο Ρουσσώ, ο μόνος δίκαιος πόλεμος, δηλαδή ο μόνος νομιμοποιημένος πόλεμος για μια δημοκρατία, είναι ο αμυντικός πόλεμος κατά μιας άδικης επίθεσης. Ένα δημοκρατικό πολίτευμα πρέπει επίσης να φροντίζει για τη δημοκρατική ακεραιότητα των αξιών που προάγει πολεμώντας. Πρέπει να μεριμνά για τη νομιμότητα ενός πολέμου και τις παρενέργειές του στο ζήτημα της ειρήνης στον κόσμο. Μια συνταγματική δημοκρατία δεν είναι ένα ψυχρό χομπσιανό κατασκεύασμα, υπέχει ευθύνη όχι μόνο για την ανεξαρτησία και κυριαρχία της αλλά κατά κάποιο τρόπο και για όλο τον κόσμο. Ωστόσο, το ενδιαφέρον της για τις δημοκρατικές αξίες δεν συνεπάγεται ένα «δικαίωμα» να επιβάλλει τη δημοκρατία με τη βία, ωστόσο η προοπτική αυτή θα πρέπει να συνυπολογιστεί όταν τα δημοκρατικά κράτη σταθμίζουν την ηθικοπολιτική νομιμότητα επέμβασης υπέρ της μιας πλευράς σε έναν εμφύλιο πόλεμο ή σε μια δικαιολογημένη εξέγερση.

O Καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου.

Τέλος, δεν θα έλεγα ότι η Ηθική, το Συνταγματικό και το Διεθνές Δίκαιο ευθυγραμμίζονται, ούτε θα έπρεπε να ευθυγραμμίζονται. Αντιπροσωπεύουν οργανωτικά και ρυθμιστικά συστήματα που δημιουργούνται και συγκροτούνται για διαφορετικούς λόγους και σκοπούς. Μπορούν όμως σίγουρα να εκληφθούν ως αλληλοσυμπληρούμενα. Η Ηθική του Πολέμου προέρχεται από εποχές κατά τις οποίες δεν υπήρχε Συνταγματικό και Διεθνές Δίκαιο με τη σημερινή έννοια. Αυτό όμως δεν την καθιστά ένα ξεπερασμένο σύστημα, και αυτό διότι μας παρέχει τα εργαλεία για έναν συστηματικό αναστοχασμό πάνω σε όλα τα θεμελιώδη ηθικά και πολιτικά ζητήματα που εγείρει ο πόλεμος. Βέβαια, οι θεωρητικές συζητήσεις φαίνεται ότι μερικές φορές μάς απομακρύνουν πολύ από την καθημερινή πραγματικότητα, αλλά ακόμη και όταν η φιλοσοφία καταλήγει σε μη ρεαλιστικά συμπεράσματα, αποκαλύπτει και αναδεικνύει κατά κάποιον τρόπο τις βαθύτερες αξιακές συγκρούσεις στις οποίες είμαστε εκτεθειμένοι. Ίσως, κάνοντάς μας πιο στοχαστικούς, μας καθιστά και πιο φιλειρηνικούς. Μια αποστολή που μοιράζονται και τα τρία πεδία είναι να ερμηνεύουν και να αξιολογούν με αξιακή και ορθολογική συνοχή τον κόσμο στον οποίο ζούμε και αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο ενδεχομένως να πίστευαν οι απανταχού θετικιστές.

  • Τι στοιχειοθετεί μια πράξη «επίθεσης» ενός κράτους κατά άλλου κράτους; Μπορούν να υπάρξουν ενδιάμεσες κατηγορίες μεταξύ των «δίκαιων πολέμων» και «επιθετικών πολέμων»;

Θα ήθελα να ξεκινήσω την απάντησή μου με ένα απόσπασμα από τον μεγάλο Γερμανό διεθνολόγο του 19ου αιώνα Johan Caspar Bluntschli: «O πόλεμος δεν είναι απλώς μια πράξη άμυνας απέναντι σε μια παραβίαση του δικαίου και μέσο ανάκτησης ενός προσβεβλημένου δικαιώματος: είναι μια ειδική δύναμη που προκαλεί τη δημιουργία νέων δικαιωμάτων». Και συνεχίζει: «Η δημόσια ζωή των κρατών μεταμορφώνεται εν μέσω των αστραπών και κεραυνών των μαχών· η ιστορία προχωράει μέσα από το βουητό της καταιγίδας». Ο Bluntschli αντιλαμβάνεται εδώ τον πόλεμο σαν ένα στοιχείο της φύσης (ή της ιστορίας) που μπορούμε να αξιοποιήσουμε και να εργαλειοποιήσουμε αναλόγως. Η επίκληση ωστόσο του πολέμου ως ποιητικής μεταφοράς ενέχει πολλούς και σοβαρούς κινδύνους. Οι απόψεις του Γερμανού διεθνολόγου ανήκουν χαρακτηριστικά στην ιδεολογία του 19ου αιώνα. Ωραιοποιούν την υιοθέτηση του πολέμου ως πολιτικής με άλλα μέσα και πίσω από τη στάση αυτή υποκρύπτεται μια ωμή αντίληψη κρατικής κυριαρχίας.

Η εμπειρία του 20ου αιώνα μας οδήγησε σε μια επανεκτίμηση του δόγματος του δικαίου πολέμου. Ο Γουόλτσερ κάνει μια πολύ oξυδερκή παρατήρηση. Επίθεση είναι το όνομα που δίνουμε στο έγκλημα του πολέμου και είναι το μόνο έγκλημα που μπορούν να διαπράξουν τα κράτη εναντίον άλλων κρατών. Κάνει επίσης ένα ειρωνικό σχόλιο. Ενώ το διεθνές δίκαιο έχει μόνο μία λέξη να συνεισφέρει για πράξεις που παραβιάζουν την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία ενός κράτους, το ποινικό δίκαιο έχει πολλές: ενδοοικογενειακή βία, ένοπλη ληστεία, εκβίαση, επίθεση με ανθρωποκτόνο πρόθεση, δολοφονία.

Ποια είναι λοιπόν τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την επίθεση; Δανείζομαι από την κλασική διατύπωση του Γουόλτσερ: (1) Ας δεχτούμε την ύπαρξη μιας διεθνούς κοινωνίας ανεξάρτητων κρατών. (2) Αυτή η διεθνής κοινωνία διαθέτει ένα σύστημα δικαιικών κανόνων που καθορίζει τα δικαιώματα των μελών της – πάνω απ’ όλα, τα δικαιώματα της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής κυριαρχίας. (3) Οποιαδήποτε χρήση βίας ή άμεση απειλή βίας από ένα κράτος κατά της πολιτικής κυριαρχίας ή της εδαφικής ακεραιότητας ενός άλλου κράτους συνιστά επίθεση και είναι εγκληματική πράξη. (4) Η επίθεση δικαιολογεί δύο είδη βίαιης αντίδρασης: έναν πόλεμο αυτοάμυνας από το θύμα και έναν πόλεμο επιβολής του νόμου από το θύμα και κάθε άλλο μέλος της διεθνούς κοινότητας. (5) Τίποτε άλλο εκτός από την επίθεση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον πόλεμο. (6) Αφού το επιτιθέμενο κράτος έχει αποκρουστεί στρατιωτικά, μπορεί επίσης να τιμωρηθεί.

Ο Γουόλτσερ ταυτίζει τον άδικο πόλεμο με την επιθετικότητα και τον δίκαιο πόλεμο με την άμυνα κατά της επιθετικότητας. Συνεπώς, η άποψή του είναι παρόμοια με εκείνη που εκφράζεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος απαγορεύει τη χρήση στρατιωτικής βίας από ένα κράτος εναντίον ενός άλλου χωρίς εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας, εκτός αν πρόκειται για «ατομική ή συλλογική αυτοάμυνα σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης» [Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, άρθρα 2 (4) και 51].

Η κλασική αυτή προσέγγιση για το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο (ο ίδιος ο Γουόλτσερ μιλάει για legalist paradigm) θέτει ζητήματα πιθανής επέκτασης. Είναι για παράδειγμα αναγκαίο να έχει εκδηλωθεί η επιθετικότητα κατά της εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής κυριαρχίας πριν ενεργοποιηθούν τα αντίμετρα ενός κράτους που βρίσκεται υπό απειλή; Αν η επίθεση επίκειται, μπορεί το απειλούμενο κράτος να επιχειρήσει για να προλάβει την εκδήλωση της επίθεσης;[2]

Υπάρχει, ωστόσο, ένα άλλο πεδίο αμφισβήτησης που έχει τεθεί με φιλοσοφική οξυδέρκεια από τον Αμερικανό φιλόσοφο Tζεφ Μακμάαν. Ενώ ο Γουόλτσερ θεωρεί την άμυνα κατά της επιθετικότητας ως τον μοναδικό λόγο που δικαιολογεί τη χρήση βίας, η νέα τάση δεν αντιλαμβάνεται την άμυνα κατά της επίθεσης ως τον κατ’ εξοχήν δίκαιο λόγο, ούτε θα θεωρούσε το πρώτο χτύπημα ως έκφραση επιθετικότητας.

«Μπορεί τώρα να είναι εξίσου επείγον, ή ίσως ακόμη πιο επείγον, να αποτραπούν οι συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν προκύπτουν συγκρούσεις εντός των κρατών»

«Μπορεί επίσης να μην είναι πια αλήθεια ότι το σημαντικότερο πρακτικό καθήκον είναι η αποτροπή του πολέμου μεταξύ των κρατών. Μπορεί τώρα να είναι εξίσου επείγον, ή ίσως ακόμη πιο επείγον, να αποτραπούν οι συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν προκύπτουν συγκρούσεις εντός των κρατών. Τα πιο σημαντικά ερωτήματα που σχετίζονται με το επιτρεπτό του επιθετικού πολέμου είναι τα εξής. Δεν είναι άραγε ηθικά αποδεκτό άνθρωποι, οι οποίοι άδικα και υπαίτια φυλακίζουν, βασανίζουν και σκοτώνουν τους συμπολίτες τους, να εκτεθούν και αυτοί στον κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους, εάν αυτός είναι μόνος τρόπος για να εμποδιστούν;; Και δεν ευθύνονται άραγε το ίδιο και όσοι ασκούν βία για να προστατεύσουν αυτούς ακριβώς που διαπράττουν αυτές τις άδικες πράξεις; Εάν η απάντηση και στα δύο αυτά ερωτήματα είναι καταφατική, και νομίζω ότι είναι ξεκάθαρα, τότε  η επιθετική ανθρωπιστική παρέμβαση μπορεί κατ’ αρχήν να είναι ηθικά δικαιολογημένη, διότι αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει ένας ηθικός λόγος που βασίζεται στις γνωστές ηθικές αρχές της αυτοάμυνας και της άμυνας υπέρ τρίτου, και δικαιολογεί την επίθεση σε αυτούς τους ανθρώπους.»[3]

H άνοδος της κουλτούρας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά τον ψυχρό πόλεμο και η συνειδητοποίηση της ανάγκης προστασίας των ατόμων από καταπιεστικούς κρατικούς ή κοινωνικούς μηχανισμούς αποτελεί αναμφισβήτητα μια τεράστια ηθική πρόοδο. Το ερώτημα είναι αν ο πόλεμος είναι πάντα ο ορθός και κατάλληλος τρόπος προστασίας των απειλούμενων δικαιωμάτων. Μήπως επιθετικές στρατιωτικές επεμβάσεις υπερακοντίζουν τον κατά τεκμήριο αγαθό σκοπό της προστασίας; Με εξαίρεση κάποιες προφανείς περιπτώσεις απειλούμενη γενοκτονίας (όπως πχ στη Ρουάντα, στην Καμπότζη, το Ανατολικό Τίμορ και ίσως το Κόσοβο), για τις οποίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επέμβαση για την προστασία ανθρώπινων ζωών ήταν αναγκαία, το ερώτημα διατηρεί στο ακέραιο την αξία του: μπορεί ο πόλεμος να είναι το κατάλληλο μέσο για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

  • Εφόσον (για κάποιους τουλάχιστον συγγραφείς) η άμυνα δεν λογίζεται πλέον ως η μόνη ούτε καν η βασική περίπτωση «δίκαιης αιτίας», πως μπορούμε να ελπίζουμε ότι μπορούμε να χαλιναγωγήσουμε μια υπερβολικά διασταλτική ερμηνεία των κριτηρίων του δικαίου πολέμου;

Το πρόβλημα είναι ότι η θεωρία του δικαίου πολέμου μετά την 11η Σεπτεμβρίου μετατράπηκε σε ένα εγχειρίδιο δικαιολόγησης επεμβάσεων κάθε είδους και χρήσης βίας στο όνομα της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η επίκληση του δόγματος είναι βέβαιο ότι υπήρξε καταχρηστική σε ορισμένες περιπτώσεις όπως για παράδειγμα στην αμερικανική και βρεταννική εισβολή στο Ιράκ.

Για να κατανοήσετε τι πήγε στραβά στο πολιτικό πεδίο, φανταστείτε ότι ζείτε σε μια χώρα με ανεπτυγμένο σύστημα ποινικού δικαίου, αλλά χωρίς πολιτικά δικαιώματα, χωρίς κράτος δικαίου, χωρίς ανεξάρτητα δικαστήρια, χωρίς διάκριση εξουσιών, χωρίς αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση. Αυτό συνέβη μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Η θεωρία του δικαίου πολέμου λειτούργησε ως κώδικας ποινικού δικαίου χωρίς Σύνταγμα. Ποιος είναι ο κατάλληλος αποδέκτης των κανόνων, ποιος έχει την εξουσία να τους κρίνει και να τους επιβάλλει; Αυτά είναι ερωτήματα που δεν έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς. Εντούτοις, στρεβλώσεις δημιουργήθηκαν και σε θεωρητικό επίπεδο. Ενώ η θεωρία του Μάικλ Γουόλτσερ συνδέεται με μια φιλοσοφία κοινωνικής συσχέτισης, η οποία θεμελιώνει τις υποχρεώσεις πρώτα σε «τοπικό» επίπεδο, οι πιο πρόσφατες «αναθεωρητικές» τάσεις εγείρουν αξίωση άμεσης εφαρμογής ηθικών αρχών και αναγνωρίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις ανεξάρτητα από την εθνική ταυτότητα του ατόμου. Αυτό έχει σοβαρές συνέπειες. Ο Γουόλτσερ και ο Μακμάαν αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές αναγνώσεις του τρόπου με τον οποίο δομούμε τον κόσμο και αντιλαμβανόμαστε τις υποχρεώσεις μας απέναντι στους άλλους. Η «αμιγώς κοσμοπολιτική» προσέγγιση αντιλαμβάνεται τον κόσμο κυρίως ως μια τάξη που δομεί τις διαπροσωπικές ηθικές και νομικές σχέσεις, ως σχέσεις μεταξύ ατόμων. Και από την άλλη η «σύνθετη κοσμοπολιτική» προσέγγιση, ενώ αναγνωρίζει καθολικές ηθικές υποχρεώσεις προς τα άτομα, αντιλαμβάνεται τον κόσμο κυρίως ως μια τάξη που δομεί τις ηθικές, πολιτικές και νομικές σχέσεις μεταξύ κρατών, κοινωνιών και των πολιτών τους. Αυτές οι διαφορετικές αναγνώσεις οδηγούν σε σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά τον αντίκτυπο του δόγματος του δικαίου πολέμου. Η «αμιγώς κοσμοπολιτική» προσέγγιση, ειδικότερα, ευνοεί μια ηθικιστική εργαλειοποίηση του πολέμου που είναι πολιτικά επικίνδυνη, καθώς δίνει το δικαίωμα σε ισχυρά δημοκρατικά κράτη να αναλάβουν ρόλο αστυνόμευσης.

Για να έρθω λοιπόν στην ερώτησή σας, ναι, μπορούν να υπάρξουν ενδιάμεσες κατηγορίες μεταξύ δίκαιων πολέμων, αμυντικών πολέμων και άδικων επιθετικών πολέμων, αλλά πρέπει να απαριθμηθούν πολύ περιοριστικά. Το πρόβλημα, όπως μου φαίνεται, δεν είναι η εννοιολογική οξύτητα των κριτηρίων αλλά η πολιτική ομίχλη, αν μου επιτρέπετε να το θέσω έτσι, που χαρακτηρίζει τη διεθνή κοινωνία.

  • Ποιες είναι οι κύριες ηθικές και πολιτικές προκλήσεις που θέτουν οι πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων;

Η έμμεση αντιπαράθεση με τον εχθρό, δηλαδή με αντιπροσώπους, έχει σίγουρα τα πολιτικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Αποφεύγοντας, για οποιονδήποτε λόγο, την άμεση εμπλοκή σε ένοπλες συγκρούσεις, αποφεύγει κανείς επίσης την ανοιχτή έκθεση, παρακάμπτει τους περιοριστικούς κανόνες και τελικά συμβάλλει στην αποφυγή της ευθύνης. Αλλά όπως μας έχει διδάξει η ιστορία της σύγκρουσης στο Αφγανιστάν και τόσες άλλες περιπτώσεις, δεν ελέγχει κανείς τα πάντα μέχρι τέλους. Το να αφήνουμε τους άλλους να κάνουν τη βρώμικη δουλειά προδίδει έναν βαθμό κυνισμού, ο οποίος βέβαια δεν είναι εντελώς ασυνήθιστος στις διεθνείς υποθέσεις.

Επιπλέον, θα ήθελα να επισημάνω κάποιες πτυχές των πολέμων δι’ αντιπροσώπων που φαίνονται αμφισβητήσιμες και από ηθική άποψη, επικίνδυνα ανεδαφικές και τελικά ολέθριες για τους κατά τα άλλα νόμιμους στόχους της πολιτικής.

Μια ηθικά αμφισβητούμενη πτυχή, που προδίδει κι έναν πολιτικό κυνισμό, είναι η απουσία διαφάνειας, η οποία συνεπάγεται σοβαρά πλήγματα για τους δημοκρατικούς θεσμούς μιας χώρας που διεξάγει μάχες δι’ αντιπροσώπων. Αυτή η έλλειψη ειλικρίνειας εκ μέρους της κυβέρνησης καταχράται την εμπιστοσύνη των πολιτών και επιδεικνύει μια περιφρόνηση για το τι σκέφτονται ή πιστεύουν οι πολίτες. Αυτό ακριβώς συνέβη με την πολιτική των ΗΠΑ στον απόηχο του πολέμου του Βιετνάμ.

Ένα συναφές πρόβλημα είναι η παράκαμψη των κανόνων (jus in bello) που κανονικά θα ίσχυαν αν οι δικές μας δυνάμεις στέλνονταν να πολεμήσουν. Αν προσλάβετε έναν δολοφόνο για να κάνει τη βρώμικη δουλειά, δεν σας ενδιαφέρει πώς εκτελεί τη σύμβαση, αρκεί να είναι αποτελεσματικός. Ακόμη και αν ο πόλεμος είναι καταρχήν δικαιολογημένος, τότε μπορεί κανείς να απορρίψει τους κανόνες του jus in bello και τους σχετικούς περιορισμούς.

Ακολούθως, κρίσιμα ζητήματα εγείρονται και στο πεδίο της νομικής ευθύνης και των ηθικών ενδοιασμών. Ειδικότερα, ό,τι μπορεί να πάει στραβά σε αυτή τη στρατηγική θα επιβαρύνει τον πληρεξούσιο, αυτόν που κάνει τη βρώμικη δουλειά. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να τελειοποιήσει κάθε είδους ηθική και νομική ευθύνη που θα συνεπαγόταν μια άμεση εμπλοκή. Όμως οι πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων, υποβαθμίζοντας ή διαστρεβλώνοντας την απόδοση ευθυνών, έχουν ένα ακόμη ανησυχητικό αποτέλεσμα, που είναι ότι ενθαρρύνουν τον πολλαπλασιασμό των ένοπλων συγκρούσεων και την περαιτέρω εμπλοκή άλλων μερών, φανερά ή κρυφά. Αυτό καθιστά την ειρήνη ακόμη πιο δύσκολη να επιτευχθεί.

Ίσως, όμως, πέραν των παραπάνω, η σοβαρότερη από όλες αυτές τις πτυχές να αφορά τον αντίκτυπο μιας σχέσης των αντιπροσώπων στη μαχόμενη πλευρά. Υπάρχει, σίγουρα, ένα είδος φεουδαρχικής σχέσης μεταξύ χορηγού και αντιπροσώπου, η οποία πυροδοτεί μια διαδικασία διαφθοράς και βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής αποσύνθεσης. Ακόμη και αν, όπως στο Αφγανιστάν, ο πόλεμος των Ταλιμπάν έχει ως στόχο την ανατροπή της εξουσίας του εισβολέα, ο στόχος αυτός τελικά θα διαβρωθεί και θα υπονομευθεί από τη δομική διαφθορά που δρομολογεί η τακτική παράδοση χρημάτων και όπλων. Γιατί το νόημα της υποστήριξης βρίσκεται αλλού και σίγουρα όχι σε κάποιου είδους διατεταγμένη απελευθέρωση. Είναι πολύ δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να ξεφύγουμε από αυτή την παγίδα.

Θα ήθελα, ακόμη, να κάνω ένα τελευταίο σχόλιο σχετικά με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ορισμένοι συγγραφείς προτείνουν ότι η χώρα θα πρέπει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία και να αποδεχθεί έναν συμβιβασμό, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται απώλεια εδάφους.

«Αυτό που βρίσκω γενικά εντυπωσιακό είναι η κατανόηση της παγκόσμιας πολιτικής ως σύγκρουσης μεταξύ μεγάλων παικτών, μερικοί από τους οποίους (π.χ. οι ΗΠΑ) τυχαίνει να είναι πιο κακόβουλοι από άλλους (π.χ. Ρωσία, Κίνα, Ιράν)».

Αυτό φαίνεται να προτείνουν ο Jeffrey Sachs και άλλοι όταν προσεγγίζουν τη ρωσική εισβολή ως τη συνέχιση ενός πολέμου δι’ αντιπροσώπων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας και απαιτούν διαπραγματεύσεις και τον άμεσο τερματισμό του πολέμου. Ο Sachs αποδίδει τον πόλεμο αποκλειστικά στις πολιτικές των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας. Αλλά ακόμη και αν τρίτοι μοιράζονται την ante bellum πολιτική ευθύνη για μια βίαιη σύγκρουση, το γεγονός αυτό δεν μειώνει από μόνο του το άδικο και τον παράνομο χαρακτήρα μιας επιθετικής πράξης και το δικαίωμα ενός ανεξάρτητου κράτους και του λαού του να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Αυτό που βρίσκω γενικά εντυπωσιακό στην εν λόγω προσέγγιση είναι η κατανόηση της παγκόσμιας πολιτικής ως σύγκρουσης μεταξύ μεγάλων παικτών, μερικοί από τους οποίους (π.χ. οι ΗΠΑ) τυχαίνει να είναι πιο κακόβουλοι από άλλους (π.χ. Ρωσία, Κίνα, Ιράν). Κατά συνέπεια, η παγκόσμια ειρήνη θα εγκαθιδρυθεί όταν η σύγκρουση φτάσει σε ένα ορισμένο σημείο ισορροπίας, σε αρμονία με τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες ή τους φόβους των μεγάλων παικτών. Ένα σοβαρό μειονέκτημα αυτής της άποψης είναι η παντελής έλλειψη κανονιστικής εκτίμησης της θέσης των μικρότερων ανεξάρτητων κρατών και των δικαιωμάτων των λαών τους. Αυτά τα κράτη και οι λαοί τους δεν λαμβάνονται υπόψη ως συλλογικότητες που πρέπει να γίνουν σεβαστές, αλλά στην καλύτερη περίπτωση ως άνθρωποι που πρέπει να προστατευθούν.

Να, λοιπόν, ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο θα πρέπει να είμαστε επικριτικοί απέναντι στους πολέμους δι’ αντιπροσώπων.

  • Τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε βιώσει ένα κύμα παρεμβάσεων, άλλες με αμυντική και άλλες με ανθρωπιστική πρόθεση. Οι περισσότερες από αυτές απέτυχαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα της αποτυχίας και της επιτυχίας, αυτές οι ανθρωπιστικές παρεμβάσεις προκάλεσαν επίσης θεωρητικές συζητήσεις σχετικά με το κανονιστικό τους υπόστρωμα. Μπορούν οι στρατιωτικές επεμβάσεις να είναι νόμιμες και υπό ποιες προϋποθέσεις;

Οι περιπτώσεις των ανθρωπιστικών παρεμβάσεων εκκινούν από ένα είδος σοβαρής εσωτερικής ανισορροπίας που απειλεί θεμελιώδη δικαιώματα ατόμων και ομάδων. Φυσικά, αυτό που συμβαίνει σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου, ιδίως στη Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική, οφείλεται στη συνύπαρξη πολλών δυσμενών γεγονότων και συνθηκών (αποικιοκρατία, ιμπεριαλισμός, διαφθορά των ελίτ, απώλεια ή απουσία νόμιμης κρατικής υπόστασης) και εκφράζει βαθιά σημαδεμένες, διχασμένες κοινωνίες που βρίσκονται σε απόγνωση. Αυτές οι εσωτερικές ανισορροπίες χρησιμοποιούνται στη συνέχεια από περιφερειακούς (και όχι μόνο) παράγοντες για να αντλήσουν από αυτές ένα είδος στρατηγικού πλεονεκτήματος. Είναι μια παλιά ιστορία, τίποτα καινούργιο κατά μία έννοια. Αλλά νομίζω ότι είναι πάντα χρήσιμο να εξετάζουμε τις βασικές αρχές και στη συνέχεια να βλέπουμε πώς μπορούν να εφαρμοστούν.

Από την εποχή του Tζον Στιούαρτ Μιλ το ζήτημα των επεμβάσεων έχει εγείρει σημαντικά πολιτικά και φιλοσοφικά ζητήματα, ενόψει του απαραβίαστου χαρακτήρα των δικαιωμάτων της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής κυριαρχίας. Αν τα κράτη είναι σαν τα άτομα, η ακεραιότητά τους πρέπει να γίνεται σεβαστή. Αλλά τα κράτη είναι κατά κανόνα πολύτιμα και άξια προστασίας ακριβώς επειδή εγγυώνται τη συλλογική ζωή με δικαιώματα και ελευθερίες. Στους εμφυλίους πολέμους αυτό ακριβώς είναι το αμφισβητούμενο, τουλάχιστον για μια ομάδα ανθρώπων. Για κάποιους δεν υπάρχει αυτοδιάθεση. Η κρατούσα άποψη σε τέτοιες περιπτώσεις εισάγει την βοήθεια με ίδια μέσα ως κατάλληλη δοκιμασία για τη σωστή αξιολόγηση. Έχουν οι άνθρωποι που επιδιώκουν την ανεξαρτησία ή τον πολιτικό έλεγχο την απαραίτητη επιρροή για να φέρουν σε πέρας το σχέδιό τους; Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Γουόλτσερ ακολουθώντας τον Mιλ εισηγείται τη μονομερή άρση της απαγόρευσης της διέλευσης των συνόρων στις ακόλουθες περιπτώσεις:

– όταν εντός μιας επικράτειας που περικλείεται από δεδομένα σύνορα περιλαμβάνονται σαφώς δύο ή περισσότερες πολιτικές κοινότητες, εκ των οποίων η μία έχει ήδη εμπλακεί σε στρατιωτικό αγώνα μεγάλης κλίμακας για ανεξαρτησία – δηλαδή, όταν το ζητούμενο είναι η απόσχιση ή η «εθνική απελευθέρωση»,

– όταν τα σύνορα έχουν ήδη παραβιαστεί από τις επεμβάσεις μιας ξένης δύναμης, ακόμη και αν η διέλευση έχει ζητηθεί από ένα από τα μέρη ενός εμφυλίου πολέμου, και

– όταν η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι τόσο εκτεταμένη που κάνει τη συζήτηση περί κοινότητας ή αυτοδιάθεσης ή «κοπιώδους αγώνα» να φαίνεται κυνική και άσχετη, δηλαδή σε περιπτώσεις υποδούλωσης ή σφαγής.

Ο Γουόλτσερ εξετάζει τις περιπτώσεις της ουγγρικής επανάστασης του 1848 (η οποία καταπνίγηκε λόγω έλλειψης υποστήριξης από την Αγγλία) και του Βιετνάμ (το οποίο δεν πληρούσε τα κριτήρια για μια νόμιμη επέμβαση). Παρά τα επιμέρους τυφλά σημεία, η προσέγγιση του Γουόλτσερ είναι κατά τη γνώμη μου πειστική από μια πολύ θεμελιώδη άποψη. Δίνει υπόσταση στην ιδέα της συλλογικότητας των ανθρώπων που αγωνίζονται για την ταυτότητά τους και μια δίκαιη εκπροσώπηση. Βασίζεται σίγουρα σε μια δημοκρατική αντίληψη, ακόμη και αν στερείται των θεσμικών απαιτήσεων και της κουλτούρας της δημοκρατίας. Αλλά πιέζει μια συλλογική δράση, έναν λαό που βρίσκεται καθ’ οδόν προς την αυτοσυγκρότησή του. Η αποφασιστική βοήθεια που δόθηκε στην Ελληνική Επανάσταση στο Ναβαρίνο (1827), όταν αυτή ήταν έτοιμη να καταρρεύσει, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η επέμβαση ήταν νόμιμη, ακόμη και αν προκλήθηκε κυρίως για άλλους λόγους, δηλαδή για γεωπολιτικούς υπολογισμούς. Ομολογουμένως, για την επιτυχία μιας κίνησης ανεξαρτησίας ή κάποιας άλλης μορφής αυτοδιάθεσης πολλά εξαρτώνται από την τύχη, την κατάλληλη συγκυρία και τη διάθεση των υπολοίπων σημαντικών συντελεστών. Το πρόβλημα με τις ανεξέλεγκτες εξεγέρσεις είναι ότι δεν έχουν πραγματικά αντιπροσωπευτικό γενεαλογικό δέντρο και η έλλειψη οργάνωσης και ελέγχου δεν υπόσχονται τίποτα καλό για την επιτυχία του εγχειρήματος.

Όμως εδώ θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Δεν μας ενδιαφέρει απλώς η επιτυχία των όπλων, αλλά και η νομιμότητα με μια διπλή σημασία. Η νομιμότητα και η αυθεντία της επεμβαίνουσας χώρας της οποίας η βίαιη επέμβαση γίνεται για έναν ορισμένο σκοπό. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα κριτήρια του δικαίου πολέμου συνιστούν αναγκαίες αλλά όχι επαρκείς πρϋποθέσεις. Ποιο είναι λοιπόν το κρίσιμο στοιχείο που εξουσιοδοτεί ένα κράτος να παρεμβαίνει στη συλλογική ζωή ενός άλλου; Είναι για παράδειγμα κάποιες οικουμενικές αξίες, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα; Αρκεί η επίκληση αυτών των αξιών; Και τι λείπει από την άλλη χώρα που τυχαίνει να είναι ο στόχος της παρέμβασης και δικαιολογεί την κίνηση αυτή; Τι δεν πάει καλά σε αυτή τη χώρα και τους θεσμούς της; Εκπροσωπείται ο λαός κατά κάποιο τρόπο από αυτούς που κυβερνούν; Αυτά τα ζητήματα θα καθορίσουν τελικά την έκβαση για την ανάγκη (ή μη) της επέμβασης. Και ακόμη, πρέπει να είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τι επάγεται μια παρέμβαση στην κοινωνική, πολιτική και ηθική κουλτούρα της προστατευόμενης κάθε φορά χώρας. Έτσι, όταν στέλνουμε έναν πύραυλο για να σκοτώσουμε έναν υποτιθέμενο τρομοκράτη, αλλά τελικώς σκοτώνουμε όλα τα μέλη ενός συμβουλίου γερόντων, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στις παράπλευρες απώλειες. Το πρόβλημα είναι ότι μπορεί επίσης να σκοτώνουμε την ισχνή δυνατότητα ανάπτυξης μιας δημοκρατικής κουλτούρας.

  • Λίγο νωρίτερα εκφράσατε μια επιφύλαξη όσον αφορά τις επιπτώσεις του «καθαρού κοσμοπολιτισμού» στη θεωρία του δικαίου πολέμου. Μήπως μπορείτε να εξηγήσετε αυτό που εννοείτε με ένα παράδειγμα;

Επιτρέψτε μου να ανακεφαλαιώσω. Η παράδοση του δικαίου πολέμου εμμένοντας κυρίως στους όρους εμπλοκής και χρήσης βίας υποβάθμισε το εξ ίσου καίριο ζήτημα της πολιτικής νομιμοποίησης. Η προϋπόθεση της legitima auctoritas, της νόμιμης αυθεντίας, λειτούργησε περισσότερο ως ένας όρος τυπικής νομιμοποίησης της οντότητας που διεξάγει πόλεμο προκειμένου να αποκλείσει ομάδες με εγκληματική πρόθεση ή τρομοκράτες. Δίνοντας έμφαση στη νόμιμη αιτία, στην justa causa, ιδιαίτερα στην αποκατάσταση ενός «αδίκου», έθεσε εκτός τροχιάς το ζήτημα της βαθύτερης νομιμοποίησης των εμπλεκομένων στον πόλεμο μερών. Υπό αυτές τις συνθήκες η άσκηση βίας με σκοπό ή πρόφαση την προστασία ατόμων από ποικίλες μορφές καταπίεσης και κακομεταχείρισης προκύπτει ως μια απολύτως θεμιτή επιλογή. Και πράγματι σε ορισμένες περιπτώσεις ο λόγος αυτόν είναι πολύ σοβαρός. Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι η συγκεκριμένη οπτική οδηγεί στην εξατομίκευση των λόγων του πολέμου. Το ερώτημα δεν είναι πλέον οι πράξεις μιας νόμιμης ή μη οντότητας και οι επιπτώσεις τους σε άλλα κράτη και την παγκόσμια ειρήνη αλλά στο επίκεντρο βρίσκονται αποκλειστικά τα άτομα. Από αυτή τη σκοπιά δεν μένει παρά ένα ακόμη βήμα για την επιλογή της στρατιωτικής επέμβασης για την αλλαγή καθεστώτος και την αντικατάστασή του από μια διακυβέρνηση που θεωρητικά θα μπορεί να βελτιώσει τους όρους ζωής και πολιτικής συμμετοχής των κατοίκων.

Aυτό είναι λοιπόν το πρόβλημα της νομιμοποίησης των επεμβάσεων. Ένα άλλο φαινόμενο αφορά την υπονόμευση της ανεξαρτησίας του jus in bello. Κάποιοι φιλόσοφοι ισχυρίζονται ότι οι στρατιώτες που πολεμούν έναν άδικο πόλεμο, δεν νομιμοποιούνται να αφαιρούν ζωές ακόμα και όταν συμμορφώνονται πλήρως με τους κανόνες του «ανθρωπιστικού δικαίου». Οι στρατιώτες του αδίκως επιτιθέμενου δεν είναι ισότιμοι με τους μαχίμους που υπερασπίζονται τη χώρα τους. Αυτοί είναι αθώα θύματα σύμφωνα με το συγκεκριμένο σκεπτικό ενώ οι στρατιώτες του (αδίκως) επιτιθέμενου κράτους θεωρούνται μαχητές εν αδίκω (unjust combatants). Mε άλλα λόγια τόσο οι άμαχοι όσο και μάχιμοι του κράτους που βρίσκεται σε νόμιμη άμυνα θα πρέπει να θεωρηθούν αθώα θύματα, ακόμα και όταν οι επιτιθέμενοι επιδεικνύουν τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια στη χρήση βίας. Η συγκεκριμένη παραδοχή έχει όμως ως συνέπεια ότι η αρχή της διάκρισης μαχίμων και αμάχων καθίσταται άνευ αντικειμένου. Ταυτόχρονα υποβαθμίζεται προφανώς και η ισχύς της αρχής της αναλογικότητας στη διεξαγωγή του πολέμου (jus in bello) η οποία επιβάλλει η χρήση βίας από τους στρατιώτες να μην γίνεται κατά τρόπο δυσανάλογο προς το επιδιωκόμενο στρατιωτικό πλεονέκτημα. Αυτό συμβαίνει επειδή τίποτε, ούτε καν η ελάχιστη δυνατή χρήση βίας δεν μπορεί να θεωρεί αναλογική για την επιδίωκη ενός σκοπού που είναι άδικος εξ αρχής, ένας δηλαδή πόλεμος χωρίς δίκαιη αιτία.

Αντίθετα, αυτοί που πολεμούν με την σωστή πλευρά (αυτοί που βρίσκονται εν δικαίω) έχουν την ευχέρεια να πράξουν ό,τιδήποτε αναγκαίο, ακόμη και αν δεν είναι αναλογικό, εφόσον αυτό είναι ο μόνος τρόπος να κερδίσουν έναν δίκαιο πόλεμο. Η διάβρωση λοιπόν της συμμετρίας και ανεξαρτησίας από τη συγκεκριμένη θεωρία έχει σοβαρές συνέπειες όχι μόνο για τους μαχητές εν αδίκω αλλά και για τους άμαχους που βρίσκονται από τη λάθος πλευρά. Θέτει σε κίνηση μια χιονοστιβάδα που μπορεί να καταλήξει σε ένα είδος απόλυτου πολέμου. Το χειρότερο είναι ότι οι μαχητές εν αδίκω, ιδιαίτερα εκείνοι που βρίσκονται ή υποθέτουν ότι βρίσκονται με τη λάθος πλευρά – δεν είναι εξ αρχής υπόλογοι στους νόμους του κράτους τους. Είναι υπόλογοι μόνο στη συνείδησή τους και την υποτίθεται ανώτερη ηθικά θέση των εχθρών τους. Δεν έχουν το δικαίωμα να υπερασπιστούν ούτε τους εαυτούς τους, ούτε τους συμπατριώτες τους. Η πιο σοβαρή δε συνέπεια της αναθεωρητικής τάσης είναι ότι αποσπά το πεδίο του πολέμου από την επικράτεια του δικαίου και την δικαιοδοσία και ευθύνη του κράτους και το αποδίδει στη σφαίρα μιας αποκλειστικά ατομοκεντρικής κοσμοπολιτικής ηθικής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αυτή είναι μια αναρχική επιλογή η οποία δεν υπόσχεται έναν δικαιότερο και πιο ειρηνικό κόσμο.

«Η πιο σοβαρή δε συνέπεια της αναθεωρητικής τάσης είναι ότι αποσπά το πεδίο του πολέμου από την επικράτεια του δικαίου και την δικαιοδοσία και ευθύνη του κράτους και το αποδίδει στη σφαίρα μιας αποκλειστικά ατομοκεντρικής κοσμοπολιτικής ηθικής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αυτή είναι μια αναρχική επιλογή η οποία δεν υπόσχεται έναν δικαιότερο και πιο ειρηνικό κόσμο».

  • Ένα σύντομο επίμετρο: Πόλεμος, δικαιοσύνη και ιστορία

O γνωστός αφορισμός του Κλάουζεβιτς ότι ο πόλεμος συνεχίζει την πολιτική με άλλα μέσα απηχεί ουσιαστικά την πρακτική κυρίαρχων κρατών της νεωτερικότητας να χρησιμοποιούν την άσκησης βίας ως μέθοδο επίλυσης των διαφορών τους με άλλα κράτη. Μεγάλοι νομικοί και φιλόσοφοι της νεωτερικότητας αμφισβήτησαν το δικαίωμα των κρατών να διεξάγουν επιθετικούς πολέμους για την προαγωγή των συμφερόντων τους, ωστόσο η απαγόρευση ενσωματώθηκε στο διεθνές δίκαιο πολύ αργότερα με το Σύμφωνο Κέλογκ-Μπριάν (1928) και ουσιαστικά μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης. Παρά την ηθική καταδίκη και την απαγόρευση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών τα κράτη δεν έπαψαν μέχρι σήμερα να έλκονται από την εναλλακτική του (επιθετικού) πολέμου εφ’ όσον οι περιστάσεις το επιτρέπουν και το κόστος αυτής της πρακτικής δεν είναι δυσανάλογο για εκείνα. Οι πόλεμοι συνιστούν συχνά αποτελεσματικό εργαλείο εσωτερικής πολιτικής και κατοχύρωσης της εκάστοτε εξουσίας. Παράλληλα και ιδιαίτερα στο βαθμό που η παράνομη χρήση βίας εις βάρος άλλων κρατών δεν έχει ουσιαστικές συνέπειες, ο πόλεμος παραμένει μια de facto εναλλακτική για την προαγωγή πολιτικών στοχοθεσιών από κράτη που είτε είναι τα ίδια ιδιαίτερα ισχυρά, είτε υποστηρίζονται από άλλα ισχυρά κράτη. Αρκεί λοιπόν το επιτιθέμενο κράτος να μπορεί να προάγει τους σκοπούς του χωρίς να χρειάζεται να δώσει λογαριασμό. Δεν απαιτείται να έχει και το δίκιο με το μέρος του. Ωστόσο, αν δεν μπορούμε να επιβάλουμε το δίκαιο, θα πρέπει να είμαστε τουλάχιστον σε θέση να διακρίνουμε το δίκαιο από το άδικο. Και εδώ η ανάγκη για μια «βαθύτερη» ιδέα ιστορικής δικαιοσύνης και το αίτημα αποκατάστασης αδικιών του παρελθόντος περιπλέκουν τα πράγματα.

Η θεωρία του δικαίου πολέμου και το διεθνές δίκαιο διαθέτουν βεβαίως κανόνες αξιολόγησης της συμπεριφοράς των κρατών και των φυσικών προσώπων που τη συγκαθορίζουν. Όμως η αξιολόγηση αυτή αφορά την απόφαση για πόλεμο καθεαυτήν (jus ad bellum) και τις επιμέρους πράξεις και συμπεριφορές κατά τη διεξαγωγή του (jus in bello). H κρίση είναι κατά συνέπεια εστιασμένη και «τοπική», αναφέρεται σε συγκεκριμένες πράξεις που σχετίζονται με την άσκηση βίας και δεν αξιολογεί συνολικά με βάση μια ευρύτερη αναδρομή σε ιστορικά δίκαια ή ιστορικές ευθύνες ενός κράτους. Η συνείδηση μιας ιστορικής αδικίας ή, αντίστοιχα, ενός συλλογικού ηθικού βάρους, τα αμαρτήματα της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, οι θρησκευτικές ή ταυτοτικές διαφορές καθώς και εγγενείς κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ανισορροπίες, συνιστούν παράγοντες που ενδέχεται να συμβάλλουν στον παροξυσμό της συγκρουσιακότητας. Ωστόσο, η αξιολόγηση για τη νομιμότητα ή την παρανομία, τον δίκαιο ή τον άδικο χαρακτήρα της χρήσης βίας δεν διευκολύνεται από την αναδρομή στο παρελθόν. Θα πρέπει να παραμείνει «τοπική» και εξειδικευμένη, όπως ακριβώς και στην περίπτωση μιας άδικης πράξης δεν ανατρέχουμε στο ζεύγος των πρωτοπλάστων αλλά καταλογίζουμε κατά κανόνα την αδικία στο άτομο που είναι υπεύθυνο για την πράξη. Αυτός είναι ο λόγος που τα κράτη και τουλάχιστον τα φυσικά πρόσωπα που έχουν την ευθύνη της εκπροσώπησής τους υπέχουν ευθύνη για την επιλογή τους να προσφύγουν σε έναν επιθετικό πόλεμο για να λύσουν τις όποιες διαφορές τους, όπως και για τον τρόπο που διεξάγουν τον πόλεμο όταν περιφρονούν το ανθρωπιστικό δίκαιο και πλήττουν αναίτια αμάχους. Το αίτημα της δικαιοσύνης αφορά ασφαλώς και το παρελθόν, δεν μπορεί όμως να ικανοποιηθεί με περισσότερο αίμα, ούτε μπορεί να συμψηφιστεί με πράξεις ωμής βίας του παρόντος.

Υπάρχει πράγματι μια αδήριτη πολιτική πραγματικότητα στη διεθνή κοινωνία που δεν τείνει ευήκοον ους στις κρίσεις των νομικών και φιλοσόφων του διεθνούς δικαίου. Αυτή η αδιαφορία επιτείνεται ωστόσο στο βαθμό που οι ηθικές και νομικές μας κρίσεις δεν εστιάζουν στις αποφάσεις των ενεχομένων αλλά τείνουν να διαχέονται ιστορικά και «γεωπολιτικά». Οι κρίσεις αυτές καταλήγουν εντέλει να είναι τόσο σύνθετες που αυτοαναιρούνται. Η αναγνώριση της σημασίας της πολιτικής στον πόλεμο δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να επιλέξουμε αναγκαστικά ανάμεσα στον ηθικισμό και στον κυνισμό. Θα πρέπει να εμμείνουμε στην εφαρμογή του δικαίου έχοντας ταυτόχρονα συνείδηση του βαθύτερου πολιτικού και ηθικού διακυβεύματος που υποβόσκει στις βίαιες ιστορικές αντιπαραθέσεις, όπως για παράδειγμα στην Ουκρανία και τη Γάζα. Ένα μείζον πολιτικό συμπέρασμα για αυτό που συμβαίνει στις μεγάλες εστίες ανάφλεξης στις μέρες μας είναι ότι η ειρήνη δεν θα μπορέσει να εμπεδωθεί για όσο διάστημα μια πολιτική κοινότητα αδυνατεί να αυτοσυγκροτηθεί ελεύθερα και να εκφραστεί μέσα από μια νόμιμη και στιβαρή αντιπροσώπευση με ορθολογική πολιτική στόχευση. Η τύχη της θα συνεχίσει να είναι στα χέρια παραγόντων που δεν ενδιαφέρονται ουσιαστικά για το μέλλον της. Από τον κανόνα αυτό δεν εξαιρούνται ούτε δημοκρατικά κράτη όπως είναι το Ισραήλ.

Ο κ. Παπαγεωργίου υπογραμμίζει και ευχαριστεί : «Το κείμενο αναπαράγει τα βασικά σημεία των απαντήσεών μου σε ερωτήματα που μου απηύθηνε η συνάδελφος Montserrat Abad Castelos, Καθηγήτρια του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Κάρολος ο 3ος της Μαδρίτης [Universidad Carlos III de Madrid (UC3M)], στο πλαίσιο σεμιναρίου που διοργάνωσε το Κέντρο Πολιτικών και Συνταγματικών Μελετών σε συνεργασία με την Επιτροπή της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ευχαριστώ θερμά τους διοργανωτές και ιδιαίτερα τη Διευθύντρια της Επιτροπής της Βενετίας Simona Granata Menghini, τον Νίκο Αλιβιζάτο και τη Montserrat Abad Castelos, όπως και τον Γιώργο Γούλα για την υποστήριξή του στην απόδοση του αρχικού κειμένου στα ελληνικά. Είμαι τέλος υπόχρεος στο συνάδελφο και φίλο Αχιλλέα Σκόρδα που με βόηθησε να λύσω ορισμένες απορίες από τη σκοπιά του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου».


[1] Michael Walzer, Just and Unjust Wars, Fourth Edition, (New York: Basic Books, 2006). Bλ. σχετικά Παπαγεωργίου, Κ. Πόλεμος και ΔικαιοσύνηΠολιτική Φιλοσοφία για τον Κόσμο, (Αθήνα: Πόλις, 2008) καθώς και το πιο πρόσφατο κείμενό μου KONSTANTINOS A. PAPAGEORGIOU, Legitima auctoritas, Krieg und Demokratie, στο Armin Engländer und Frank Saliger (Hrsg.), Die Autorität des Rechts und die Herausforderung durch den genewärtigen Autoritarismus, Tagung der Internationalen Vereinigung für Rechts-und Sozialphilosophie (IVR) im Juni 2022 in München, Archiv für Rechts-und Sozialphilosophie, Beiheft 173, (Μόναχο: Steiner Verlag 2023, 77-96).

[2] Στην αγγλική γλώσσα μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στην εύλογη δράση λίγο πριν εκδηλωθεί μια επίθεση (preemptive) και στην δράση που συνιστά μια επέμβαση για να αποτραπεί μια ενδεχόμενη εκδήλωση επίθεση στο απώτερο μέλλον (preventive). Βλ. σχετικά την περισσότερο αμφιλεγόμενη περίπτωση του βομβαρδισμού από την ισραηλινή αεροπορία του ιρακινού πυρηνικού αντιδραστήρα Osirak το 1981 και τη λιγότερο αμφιλεγόμενη περίπτωση του «πολέμου των έξι ημερών» το 1967.

[3] [3] Jeff McMahan, Αggression and Punishment, in Larry May (ed.), War, Essays in Political Philosophy (Cambridge: Cambridge University Press, 2008), 77-8. Πηγή : Νομική Ββλιοθήκη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου