Ο Μεγάλος Χριστιανός Φώτης Κόντογλου γράφει για το πανάρχαιο και διαχρονικό μίσος των Γερμανών, με αφορμή την επίσκεψη του Λιουτπράνδου στην Κωνσταντινούπολη.
"Δεν ήτανε πια βασιλιάς ο καλοκάγαθος Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, αλλά ένας σκληρός πολεμιστής, ο Νικηφόρος Φωκάς, που δεν χάριζε κάστανα, κι ούτε έπαιρνε από αλεπουδοευγένειες. Ήτανε από την Καππαδοκία, ψημένος από τα νιάτα του στα πολεμικά, στρατηγός κι ασκητής. Απ’ όξω φορούσε χρυσά άρματα, κι από μέσα, κατακρέατα, φορούσε ένα ράσο από γιδότριχα, και δεν κοιμότανε στο χρυσό βασιλικό κρεβάτι με το μαλαματένιο κουβούκλιο και με τα πετράδια, αλλά απάνω σε μια προβιά από τίγρη, στρωμένη σε μια γωνιά, τυλιγμένος στην παλιοκάπα του, μέσα στο απέραντο παλάτι του Βουκολέοντος.
Είχε δώσει χιλιάδες φλουριά στον πνευματικό του, τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, για να χτίσει ένα μοναστήρι στο Όρος, κι αυτός έχτισε ένα κάστρο σωστό, τη Μεγίστη Λαύρα, και σ΄αυτήν είχε σκοπό να καλογερέψει, γυρίζοντας από τον πόλεμο. Μα ο ένας πόλεμος τέλειωνε κι ο άλλος άρχιζε, χωρίς να βρει καιρό ν’ αποτραβηχτεί από τον κόσμο. Είχε πάρει πίσω την Κρήτη από τους Σαρακηνούς, καθώς και τη Συρία και τη Μεσοποταμία, νίκησε τον εμίρη του Χαλεπιού, κι ετοιμαζότανε να κάνει κι άλλον πόλεμο. Στην εκστρατεία κοιμότανε απάνω στις πέτρες, και δε σκεπαζότανε με τα μεταξωτά παπλώματα, αλλά τυλιγότανε μέσα σ’ ένα παλιόρασο του Θωμά του Μαλεϊνου, που άγιασε μέσα σε μια σπηλιά.
Από τη μέρα που πέθανε ο γιος του, νήστευε και δεν δεχότανε γυναίκα κοντά του. Ύστερα από χρόνια άρχισε να τρώγει λίγο κρέας. Ωστόσο, σαν να ’τανε καμωμένος από σίδερο και δεν κατέβαινε από τ’ άλογο, λες κι ήτανε κανένας κένταυρος, τόσο που τα ποδάρια του στραβώσανε και λιγνέψανε με το να σφίγγει ολοένα την κοιλιά τ’ αλόγου. Πολύ λίγο καιρό εζούσε κάτω από σκεπή. Μόλις έπιασε να φεύγει από το πρόσωπό του η μαυρίλα του ήλιου μέσα στο παλάτι, τον σκότωσε ένας άλλος σκληραγωγημένος στρατιώτης, ο αρμένης Γιάννης Τσιμισκής, που πηδούσε έξι άλογα αραδιασμένα, και γίνηκε αυτός βασιλιάς.
Ο Λιουτπράνδος λοιπόν δεν ευρήκε αυτά που έλπιζε, κι ολοένα γρίνιαζε κι έβριζε τους Γραικούς, και πιο πολύ τον βασιλιά, που δεν του έκανε την υποδοχή που περίμενε, γιατί λογάριαζε τον Όθωνα για έναν τυχοδιώκτη βάρβαρο, που ήθελε ν’ αρπάξει την Ιταλία από τη θεοσκέπαστη βασιλεία της Κωνσταντινούπολης. Ο κακόμοιρος ο Φράγκος, κοντά στ’ άλλα, ήτανε κι άρρωστος από το στομάχι του. Γράφει λοιπόν στ’ αφεντικά του, στον Όθωνα και στη γυναίκα του Αδελαϊδα:
“Φτάξαμε στην Κωνσταντινούπολη στις 4 Ιουνίου και μας υποδεχτήκανε, για να σας ντροπιάσουνε, με μεγάλη περιφρόνηση. Με κλείσανε σ’ ένα παλάτι, αληθινά πολύ μεγάλο, πλην εκεί μέσα έκανε ένα κρύο και μια ζέστη ανυπόφορη. Ήτανε και τόσο μακριά από το βασιλικό παλάτι, που λαχάνιαζα ώς να πάγω εκεί πέρα, γιατί δεν πήγαινα καβάλα, αλλά με τα πόδια”.
Ό,τι βλέπει στην πόλη, του φαίνεται στραβό και κουτσό μπροστά στα δικά τους, ακόμα και τ’ άλογα και τα γαϊδούρια. Αφού λέγει ένα σωρό κατηγόριες, να τι γράφει για τον βασιλιά:
“Στις 7 Ιουνίου, τη μέρα της Πεντηκοστής, με μπάσανε σε μια μεγάλη αίθουσα, που τη λένε αίθουσα του στέμματος. Εκεί καθότανε ο Νικηφόρος, ένας άνθρωπος με όψη αγριωπή, που ’μοιαζε σαν κοντοπίθαρο, με μια χοντρή κεφάλα, με κάτι μικρά μάτια σαν ασπάλακας, με γένια πυκνά και κοντά, λίγο σταχτιά σαν τ’ αλατοπίπερο, άσκημος και μακρολαίμης. Τα μακριά και πυκνά μαλλιά του τον δείχνουνε ίδιο αγριογούρουνο, το χρώμα που έχει το πρόσωπό του τον κάνει να μοιάζει σαν Αιθίοπας· να μη σου τύχει να τον δεις τα μεσάνυχτα! Βάλε κοντά σ’ αυτά μια κοιλιά πρησμένη, κάτι μεριά πολύ μακριά αναλόγως το μπόγι του, κάτι γάμπες κοντές, κάτι φτέρνες και κάτι ποδάρια ακανόνιστα. Ήτανε ντυμένος μ’ ένα ρούχο ακριβό κι επίσημο, μα πολύ παλιό, ξεθωριασμένο και πολυφορεμένο.
Η κουβέντα του ήτανε απότομη κι η ματιά του σαν της πονηρής αλεπούς. Ήτανε ένας Οδυσσέας γεμάτος πονηριές. Εσείς, αφεντάδες μου και βασιλιάδες μου, μου φανήκατε πάντα έμορφοι, μα τώρα πόσο πιο έμορφοι μου φαινόσαστε! Πάντα μεγαλόπρεποι, μα τώρα πόσο πιο μεγαλόπρεποι μου φαινόσαστε! Πάντα δυνατοί, μα τώρα πόσο πιο δυνατοί!…” – κι έτσι τραβά η δοξολογία. Άλλοι του καιρού εκείνου παριστάνουνε το Φωκά πως ήτανε μεν άσκημος, αλλά πολύ επιβλητικός, καβάλα απάνω στ’ άγριο τ’ άλογό του. Οι στρατιώτες τον θαυμάζανε και τον αγαπούσανε και του ’χανε βγάλει τραγούδια, που τα τραγουδούσανε από τη Μαύρη Θάλασσα ίσαμε τη Μεσοποταμία. Είχε γίνει μαύρος σαν αράπης, από τις μακρινές ερημιές που ’χε περάσει σε είκοσι πολέμους οπού ’χε κάνει και που ήτανε νικητής.
Ο Λιουτπράνδος γράφει παρακάτω: “‘Θα ’πρεπε, κι αυτό ήταν κι η δική μας επιθυμία, να σε υποδεχτούμε με τιμή και με αγάπη’, άρχισε να λέγει ο βασιλιάς, ‘μα δεν μπορούσε να γίνει έτσι’. Κι ύστερα, με φωνή θυμωμένη, μου λέγει: ‘Έξήγησέ μου, γιατί ο αφέντης σου μπήκε μέσα στα σύνορα της βασιλείας μου, και χάλασε τις χώρες μας με τη φωτιά και με το σπαθί; Ήμαστε φίλοι και σκοπεύαμε να δέσουμε μια συμμαχία, κάνοντας ένα συμπεθεριό’. ‘Η χώρα που τη λογαριάζεις για ένα κομμάτι του βασιλείου σου’, του αποκρίθηκα, ‘είναι κι από το αίμα κι από τη γλώσσα της χτήμα εκείνου που εξουσιάζει την Ιταλία. Κι έπρεπε να χρωστάς χάρη στον αφέντη μου, που σου άφησε αυτή τη χώρα, αφού πήρε με τ’ άρματα την Ιταλία και τη Ρώμη’”.
Ύστερα είπε στον Φωκά πως ήρθε για να ζητήσει σε γάμο τη βασιλοπούλα για τον γιο του αφέντη του, για να γίνουνε φίλοι:
“Τότε ο Νικηφόρος μου έκοψε την κουβέντα και μου ’πε: ‘Είναι περασμένες οι δυο, κι είναι ώρα να πάγω στην παράταξη. Ας κάνουμε αυτό που μας καλεί η τάξη, και θα δώσουμε απόκριση στα λεγόμενά σου στον πρεπούμενον καιρό’”.
Κατόπι ιστορίζει την παράταξη και τα βρίσκει όλα στραβά κι ανάποδα.
“Σαν φάνηκε”, γράφει, “ο Νικηφόρος καβάλα στ’ άλογο ίδιος μ’ ένα έκτρωμα γαντζωμένο, οι ψαλτάδες ψέλνανε δυνατά: ‘Να τ’ άστρο της αυγής! Ο ήλιος που βγαίνει από την ανατολή! Ο θάνατος των Σαρακηνών Νικηφόρε Φωκά αυτοκράτορα! Του αυτοκράτορα Νικηφόρου πολλά τα έτη!’Πόσο πιο καλά και πιο σωστά θα λέγανε ‘Κούτσουρο καρβουνιασμένο, γέρο ξεκουτιασμένε, άσκημε, παραλυμένε, μαλλιαρέ αγριάνθρωπε, βουνίσιε, γενάτε και χοντρομαθημένε Καππαδόκη’”.
Την ίδια μέρα ο βασιλιάς τον προσκάλεσε στο γιορταστικό τραπέζι που θα γινότανε στο Τρίκλινο με τα δεκαεννιά τραπέζια, που τρώγανε ξαπλωμένοι στα μιντέρια. Τα μαχαιροπίρουνα, τα πιάτα, τα κανάτια, τα ποτήρια ήτανε όλα από καθαρό χρυσάφι. Τα πιο έμορφα οπωρικά σερβιριζόντανε μέσα σε κούπες χρυσές, απάνου σε κάτι σκαλιστά αμαξάκια. Όση ώρα τρώγανε, τραγουδούσανε τα παιδιά του παλατιού. Μα ο φράγκος δεσπότης ήτανε νευριασμένος κι όλο χολή έσταζε από το στόμα του. Ο βασιλιάς τον πήρε κοντά του κι άρχισε να του μιλά για στρατιωτικά ζητήματα· και τον ρώτησε πειραχτικά, γιατί οι στρατιώτες του Όθωνα δεν μπορέσανε να πάρουν το Μπάρι, μια μικρή πολιτεία.
“Θέλησα να του δώσω την απόκριση, μα μου ’κανε νόημα να σωπάσω και μου ’πε περιφρονητικά: ‘Εσείς δεν είσαστε Ρωμαίοι, είσαστε Λομπαρδοί’”.
Ο Λιουτπράνδος του αποκρίθηκε θυμωμένα – “κι ο Νικηφόρος με πρόσταξε με το χέρι του να σωπάσω, είπε να σηκώσουν το τραπέζι και σε μένα να πάγω στο καταραμένο σπίτι μου”.
Σε κάποια άλλη γιορτή ήτανε πάλι ο Λιουτπράνδος, νευριασμένος και κακόκεφος, κατά τα συνηθισμένα, και καθότανε μουρμουρίζοντας, γιατί δεν τον βάλανε στην πρωτοκαθεδρία.
“Ωστόσο”, λέγει, “ο άγιος βασιλεύς θέλησε να με βγάλει από τη στενοχώρια μου στέλνοντάς μου ένα αρχοντικό δώρο· μου ’στειλε από τα καλύτερα φαγητά του, κι ένα πιάτο αρνίσιο κρέας πολύ νόστιμο, από το ίδιο που ’χε φάγει και κείνος, μαγειρεμένο με εξαίσια τέχνη και με πολύ πιπέρι, με σκόρδο και με κρεμμύδι και με μια σάλτσα από ψάρι”.
Μόλο που δεν ηύρε τίποτα σωστό ως που έφυγε από την Πόλη, λέγει πως οι Γραικοί ζούσανε πλουσιοπάροχα."
0 comments: