Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

Μυτιλήνη (Mytilenepress) : Άγιος Τιμόθεος και Άγιος Διονύσιος

 

Μια ευγενική μορφή της πρώτης Εκκλησίας υπήρξε και ο άγιος απόστολος Τιμόθεος, ο πιστός μαθητής, ακόλουθος και πολύτιμος συνεργάτης του αποστόλου Παύλου. Τις περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτόν τις παίρνουμε από το ιερό βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. 

Γεννήθηκε στην Λύστρα της Λυκαονίας της Μ. Ασίας, περί το 30 μ. Χ., από πατέρα Έλληνα (ειδωλολάτρη) και Ιουδαία μητέρα, την θαυμάσια Ευνίκη, η οποία είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό, όπως και η ευσεβής γιαγιά του (από τη μητέρα του) Λωίδα. Τα ονόματά τους φανερώνουν πως στα μέρη εκείνα είχε συντελεστεί μια σημαντική επιμειξία Ιουδαίων και Ελλήνων. Σε αυτές τις δύο υπέροχες γυναίκες χρωστούσε την βαθειά πίστη στο Θεό, την ηθική του ακεραιότητα και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του. 

Η Ευνίκη, μορφωμένη και ευγενής γυναίκα, δίδαξε στον Τιμόθεο από μικρό παιδί την ευσέβεια, ανατρέφοντάς τον θεοπρεπώς. Μάλιστα, όπως αναφέρεται, από τη βρεφική του ηλικία γνώριζε τις Άγιες Γραφές. Άλλωστε και το όνομά του σημαίνει «αυτός που τιμά το Θεό». Αυτή η θρησκευτική αγωγή τον βοήθησε αργότερα να αποδεχτεί την χριστιανική πίστη. Είχε ασθενικό χαρακτήρα, αλλά δυναμικό ψυχικό σθένος, ο οποίος αψήφησε κόπους, ταλαιπωρίες και διωγμούς, κατά την ιεραποστολική και ποιμαντική του δράση. Φαίνεται ότι γνώρισε στον απόστολο Παύλο και προσκολλήθηκε μαζί του κατά την πρώτη περιοδεία του στη Μ. Ασία και ειδικά στην Λυκαονία, περί το 50 μ. Χ. κατηχήθηκε και βαπτίστηκε. Υπάρχει η πιθανότητα να φιλοξένησε η οικογένειά του τον Παύλο και το σύνοδό του Βαρνάβα, να κατηχήθηκε η οικογένειά του και να μεταστράφηκε ολόκληρη στον Χριστιανισμό. 

Επίσης ο Τιμόθεος είδε με τα μάτια του τα παθήματα του Παύλου στα Λύστρα, το οποία έγιναν αφορμή να γεννήσει στην ψυχή του θαυμασμό για εκείνον και να πάρει την απόφαση να γίνει συνοδός του. Ίσως ο διωγμός αυτός να συντέλεσε καταλυτικά για την μεταστροφή του στην χριστιανική πίστη. Από τότε ο Τιμόθεος προσκολλήθηκε πιστά στον Παύλο, γινόμενος ο πιο πιστός του συνεργάτης στο ιεραποστολικό του έργο, συμβάλλοντας και αυτός στην ίδρυση Εκκλησιών στη Μικρά Ασία και την Ελλάδα. 

Μάλιστα κατέστη ένθερμος υποστηρικτής των διωκομένων χριστιανών. Του ανατέθηκαν επίσης σημαντικές αποστολές για σοβαρά εκκλησιαστικά θέματα, παρά το ότι ήταν νεαρός. Κατά την Β΄ αποστολική περιοδεία του ο Παύλος, πήρε μαζί του και τον Τιμόθεο και δια μέσω της Φρυγίας, και Μοισίας έφτασαν στην Τρωάδα. Από εκεί έπλευσαν στη Σαμοθράκη, απέπλευσαν στη Νεάπολη και έφτασαν στους Φιλίππους, όπου ίδρυσαν την πρώτη Εκκλησία στον ελληνικό χώρο. Κατόπιν πέρασαν από την Αμφίπολη και την Απολλωνία και έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ο Τιμόθεος συνέβαλλε τα μέγιστα για την ίδρυση της Εκκλησίας, παρά το διωγμό, που έγειραν οι Ιουδαίοι της πόλεως εναντίον τους, εξαναγκάζοντάς τους να φύγουν βιαστικά για τη Βέροια. 

Όταν έφτασαν στην Αθήνα, ο Παύλος έστειλε τον Τιμόθεο στη Θεσσαλονίκη να στηρίξει τους εκεί διωκόμενους χριστιανούς. Αργότερα τον συναντάμε στην Κόρινθο βοηθώντας τον Παύλο στο ιεραποστολικό του έργο. Κατά την Γ΄ περιοδεία του ο Παύλος περιόδευσε την Μικρά Ασία έχοντας μαζί του τον Τιμόθεο. 

Έμεινε στην Έφεσο τρία χρόνια, στέλνοντας τον Τιμόθεο σε διάφορες εμπιστευτικές αποστολές στην Μ. Ασία και Ελλάδα, μαζί τον επίσης αφοσιωμένο συνοδό του Έραστο. Έφτασαν στην Κόρινθο. Από την Κόρινθο μετέφερε με τον Παύλο την «λογία» (χρηματική συνεισφορά) για τις ανάγκες των  πιστών της Ιερουσαλήμ. Εν συνεχεία έφτασαν στη Μίλητο και από εκεί στην Κω και τη Ρόδο. 

Αργότερα πέρασαν στα Πάταρα και συνέχισαν την οδοιπορία τους στην Τύρο, στην Πτολεμαΐδα και στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, τερματίζοντας στα Ιεροσόλυμα, όπου συναντήθηκαν με τον Παύλο. Του συμπαραστάθηκε στην φυλάκισή του και στη συνέχεια τον συνόδευσε στη Ρώμη, υπηρετώντας τον στον κατ’ οίκον περιορισμό του. Μετά την αθώωση του Παύλου από το αυτοκρατορικό δικαστήριο, έφυγε μαζί του για την Έφεσο, τον οποίο χειροτόνησε Επίσκοπο στην μεγάλη μικρασιάτικη πόλη, για να αντιμετωπίσει τις «ετεροδιδασκαλίες», δηλαδή τις πρώιμες αιρέσεις. 

Πρέπει τότε να ήταν περίπου 35-40 ετών. Ο Τιμόθεος εργάστηκε δραστήρια και μετέστρεψε χιλιάδες ειδωλολάτρες και ιουδαίους στην χριστιανική πίστη. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε πως η Έφεσος ήταν το κυριότερο κέντρο της ειδωλολατρίας στην Ασία, διότι εκεί λατρεύονταν η «θεά» Άρτεμις στον περίφημο ναό της, ο οποίος, πριν καεί από τον διαβόητο Ηρόστρατο (3 Ος π. Χ. αιώνας), ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. 

Αλλά και στα χρόνια εκείνα διατηρούσε την αίγλη του, όπου συσσώρευαν χιλιάδες λατρευτές της «θεάς» και οι σκοταδιστές ιερείς και οι κατασκευαστές ειδωλίων πλούτιζαν. Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού άρχισαν να απειλούνται τα συμφέροντά τους και για τούτο υποκινούσαν συχνά διωγμούς κατά των Χριστιανών. Αρχαία παράδοση αναφέρει πως στα χρόνια του Δομετιανού (81-96 μ. Χ.) κατ’ άλλους επί Νέρωνα (54-68 μ. Χ.) έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου. 

Ο Τιμόθεος πήγαινε στα καταγώγια της πόλεως, όπου οι ειδωλολάτρες τελούσαν τις εορτές τους με αισχρά δρώμενα και ακολασίες, για να τους αποτρέψει από αυτές τις απάνθρωπες τελετές και τις θυσίες. Πλημυρισμένος από θείο ζήλο, κήρυττε την αποστροφή του σε αυτές τις αθλιότητες και αισχρότητες, ως έργα του διαβόλου, ο οποίος λατρεύεται στα πρόσωπα των αισχρών και ακόλαστων ειδωλολατρικών «θεών». Κήρυττε την αποχή από τα έργα του διαβόλου και τη μετάνοια. Σε κάποια από αυτές τις εορτές προς τιμήν της Εφεσίας Αρτέμιδος, «Καταγώγιον ονομαζομένην» επειδή κατέκρινε τα όργια των εορταστών, φανατικοί ειδωλολάτρες, οιστρηλατημένοι από την αμαρτία της ακολασίας εξοργίστηκαν και όρμισαν εναντίον του. Τον συνέλαβαν, τον κακοποίησαν και στο τέλος τον φόνευσαν με ρόπαλο, περί το 97 μ. Χ. 

Οι Χριστιανοί της Εφέσου κατόρθωσαν να περιμαζέψουν το τίμιο λείψανό του, το οποίο μετέφεραν σε ασφαλές σημείο και το έθαψαν με τιμές και οδύνη. Το 356 μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε, μαζί με τα λείψανα των αποστόλων Ανδρέα και Λουκά στην Αγία Τράπεζα του ναού των Αγίων Αποστόλων. Αργότερα ο Ιουστινιανός τον 6 ο αιώνα, μετασκευάζοντας το ναό, άφησε άθικτη την Αγία Τράπεζα, καλύπτοντάς την με αργυρή θήκη. Τεμάχια του Ιερού Λειψάνου του φυλάσσονται στις Ιερές Μονές, Αγίου Παντελεήμονος Αγίου Όρους. Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων. Κύκκου Κύπρου. 

Στο Κοπτικό Πατριαρχείο της Αιγύπτου. Στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας κ.α. Μας έχουν διασωθεί δύο επιστολές του αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο, οι οποίες ανήκουν στις λεγόμενες ποιμαντικές επιστολές και είναι ενταγμένες τον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Περιέχουν πολύτιμες συμβουλές προς τους κληρικούς και λαϊκούς, για την κατά Χριστόν ζωή. Θεωρούνται αξιόλογες για τις ιστορικές μαρτυρίες που παρέχουν. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Ιανουαρίου.

O μοναχισμός αποτελεί για την Εκκλησία μας την αδιάκοπη εδώ και είκοσι αιώνες μοναδική πολιτεία, την οποία, λάμπρυναν, σε όλες τις εποχές, μεγάλες ασκητικές μορφές. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του μοναχισμού στην Ελλάδα τα νεώτερα χρόνια. 

Γεννήθηκε το 1500 στο χωριό Σκλάταινα Μουζακίου Καρδίτσας, τη σημερινή Δρακότρυπα. Γονείς του ήταν ο Νικόλαος και η Θεοδώρα πτωχοί, αλλά ευσεβείς άνθρωποι. Σε αυτούς χρωστούσε ο Διονύσιος την δική του ευσέβεια. Έβλεπαν στην κούνια του έναν φωτεινό σταυρό, εκτιμώντας ότι ο Θεός τον προόριζε για μεγάλες τιμές και προκοπή. Με τα πενιχρά μέσα που διέθεταν, φρόντισαν να τον σπουδάσουν, δείχνοντας μεγάλη έφεση για τα γράμματα. Του άρεσε να μελετά την Αγία Γραφή και άλλα πνευματικά βιβλία. Είχε επίσης έφεση και για την καλλιγραφία, θέλοντας να αντιγράψει την Αγία Γραφή και τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, για να ωφελείται ο ίδιος και άλλοι άνθρωποι. 

Οι γονείς του πέθαναν όταν ακόμη ήταν έφηβος και έτσι αναγκάστηκε να εργάζεται ως δάσκαλος των παιδιών του χωριού του. Παράλληλα με τα μαθήματα, τους δίδασκε και την πίστη της Εκκλησίας μας. Όμως γρήγορα πήρε την απόφαση να γίνει μοναχός. Αφορμή στάθηκε η περιοδεία στο χωριό του κάποιος μοναχός, ονόματι Άνθιμος, από τα Μετέωρα. Από συζήτηση που είχε μαζί του, πείστηκε και τον ακολούθησε. Εκεί στα Μετέωρα υποτάχτηκε, ως δόκιμος, σε κάποιο ενάρετο μοναχό Σάββα ονομαζόμενο, ο οποίος τον μύησε στον ορθόδοξο μοναχισμό. Αυτός τον υπηρετούσε με υπακοή και ταπείνωση, δείχνοντας σημάδια πνευματικής ωριμότητας. Μετά από καιρό αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος με σκοπό να συναντήσει αγίους Γέροντες και να ωφεληθεί από αυτούς και να τους μιμηθεί. Βρήκε έναν άγιο ξακουστό γέροντα, τον ενάρετο μοναχό Σεραφείμ, ο οποίος τον δέχτηκε για υποταχτικό του και εκτιμώντας τον, του έκαμε τη μοναχική κουρά, δίνοντάς του το όνομα Διονύσιος. 

Λίγο μετά χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Οι πάντες τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν για την πνευματική του προκοπή. Αργότερα ο Διονύσιος ζήτησε την ευλογία του Γέροντά του να καταφύγει στο πιο ερημικό μέρος του Άθωνα για μεγαλύτερη ησυχία. Έτσι κατέφυγε στη Σκήτη Καρακάλλου, όπου εγκαταβίωσε σε ένα δύσβατο μέρος, κτίζοντας ένα μικρό κελί και το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος. Εκεί διήγε με προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, άφθονα δάκρια και ανελλιπή μελέτη της Αγίας Γραφής. Έτρωγε μόνο μια φορά την ημέρα, μετά την θ΄ ώρα (3μ.μ.). 

Ήταν απόλυτα ακτήμων, μάλιστα δεν κλείδωνε ποτέ το κελί του, διότι δεν υπήρξε τίποτε το σημαντικό να του κλέψει κανείς. Έμεινε σ’ αυτό το απόμερο ασκητήριο τρία χρόνια. Κατόπιν του γεννήθηκε η επιθυμία να μεταβεί στους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσει τα Ιερά Προσκυνήματα. Όντως τον αξίωσε ο Θεός και πραγματοποίησε την επιθυμία του, αποκομίζοντας μεγάλη ωφέλεια από αυτό το προσκύνημα. Γύρισε ξανά στο κελί του και έμεινε άλλα δέκα χρόνια, εντείνοντας τον πνευματικό του αγώνα και βιώνοντας σπάνιες πνευματικές εμπειρίες και θαύματα. Η φήμη του απλώθηκε σε όλο το Άγιο Όρος. Του προτάθηκε να γίνει ηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου (βουλγαρική τότε). Παρά τις αντιρρήσεις του, δέχτηκε και ανάλαβε μεγάλη προσπάθεια για την ανοικοδόμηση του σχεδόν ερειπωμένης Μονής. 

Ταξίδεψε ως την Κωνσταντινούπολη να βρει χορηγούς. Εκεί κατόρθωσε και συγκέντρωσε αρκετά χρήματα. Τον ακολούθησαν και αρκετοί νέοι. Στην προσπάθειά του να μεταβάλλει τη Μονή ελληνική, βρήκε μεγάλη αντίδραση από τους Βουλγάρους και κατασυκοφαντήθηκε. Γι’ αυτό και αποφάσισε να φύγει.  Στα 1524 αποχαιρέτησε τους αδελφούς της Μονής και αναχώρησε για μια Σκήτη στη Βέροια. Έκτισε την Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, αρχίζοντας μια νέα περίοδο πνευματικού αγώνα. Η φήμη του διαδόθηκε σε όλη την γύρω περιοχή. Χιλιάδες άνθρωποι έτρεχαν κοντά του να πάρουν την ευλογία του και να τον συμβουλευτούν. 

Όταν χήρεψε η επισκοπή Βεροίας, του προτάθηκε να πάρει τη θέση του επισκόπου, όμως εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά. Μετά από καιρό, θέλοντας να ζήσει σε ησυχία έφυγε για τον Όλυμπο, κοντά στο έρημο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, όπου εγκαταστάθηκε σε παρακείμενο σπήλαιο. Όταν εμφανίστηκε κάποιος μοναχός, άφησε τη σπηλιά και εγκαταστάθηκε με τον αδελφό στη Μονή, αρχίζοντας την ανοικοδόμηση. Συνάντησε όμως την ισχυρή αντίδραση του τοπικού άρχοντα. Ο τούρκος δικαστής της Λάρισας διέταξε και τους έφεραν δεμένους στην θεσσαλική πρωτεύουσα, με την κατηγορία ότι ανακαίνιζαν τη Μονή χωρίς άδεια. 

Πραγματικοί υποκινητές ήταν κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι λυμαίνονταν την περιουσία της Μονής. Εξορίστηκαν στο Πήλιο, κοντά στη Ζαγορά, όπου οικοδόμησαν τη Μονή της Αγίας Τριάδας Σουρβίας. Όμως τότε συνέβη το απροσδόκητο: έπεσε μεγάλη ξηρασία στην περιοχή. 

Οι κάτοικοι απέδωσαν τη θεομηνία στην άδικη δίωξη των δύο μοναχών. Μια επιτροπή πήγε στο Πήλιο, παρακαλώντας τον Διονύσιο να τους συγχωρήσει και να πάψει η φονική ξηρασία. Είχαν μαζί τους έγγραφο του τοπικού άρχοντα, με το οποίο τους επέτρεπαν να γυρίσουν στην Ιερά Μονή. Ο Διονύσιος τους συγχώρεσε, έπαψε η ξηρασία και εκείνος γύρισε ξανά, με τον άλλο μοναχό, στην Μονή, όπου συνέχισε το έργο της ανοικοδόμησης και της πνευματικής εξύψωσης των κατοίκων της περιοχής. Δύο φορές το χρόνο, (20 Ιουλίου και 6 Αυγούστου), ανέβαινε στην κορυφή του Ολύμπου και λειτουργούσε. Είχε αναπτύξει επίσης και μεγάλη εθνική δράση. Στο τέλος της ζωής του έφτασε σε ύψη αγιότητας. 

Είχε αξιωθεί να έχει προορατικό και διορατικό χάρισμα. Είχε αποκαλύψει στον ηγούμενο Παρθένιο το χρόνο του θανάτου του. Ύστερα από θερμή προσευχή, κοιμήθηκε ειρηνικά στις 23 Ιανουαρίου του έτους 1542. Το σώμα του ενταφιάστηκε στο νάρθηκα της Μονής. Αργότερα, όταν έγινε η εκταφή των λειψάνων του, βρέθηκαν να ευωδιάζουν και να θαυματουργούν. Η μνήμη του εορτάζεται στις 23 Ιανουαρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου